Τριάντα πέντε φοιτητές από 11 ευρωπαϊκές χώρες συναντήθηκαν το τριήμερο 19-21 Μαΐου στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας στο πλαίσιο του Τοπικού Προγράμματος Εκπαίδευσης στη Βιοτεχνολογία (Regional BioCamp), που διεξήχθη για ένατη συνεχή χρονιά με στόχο να προάγει τη συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκών και επιχειρήσεων και με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στην εξέλιξη των νέων ταλέντων και της οικονομίας της Σλοβενίας συνολικά.
Η πρωτοβουλία της διοργάνωσης του Regional BioCamp ανήκει σε δύο εταιρίες του ομίλου Novartis: τη σλοβενική φαρμακοβιομηχανία Lek και τη Sandoz (εκ των ιδρυτριών εταιριών του πολυεθνικού ελβετικού φαρμακευτικού κολοσσού), ηγέτιδας δύναμης σήμερα στα γενόσημα φαρμακευτικά προϊόντα και τα βιοομοειδή. Φέτος, κεντρικό θέμα ήταν η Νευροεπιστήμη και η ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών για ασθενείς με νευρολογικές νόσους ενώ για πρώτη φορά έλαβαν μέρος φοιτητές και άλλων γνωστικών πεδίων, όπως οι Κοινωνικές Επιστήμες, πέραν της Φαρμακευτικής, της Ιατρικής και της Βιολογίας.
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες φοιτητές από τη Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, την Ιταλία, την Κροατία, τη Σερβία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, μεταξύ άλλων χωρών, και για πρώτη φορά από την Ελλάδα, η 29χρονη Ροζαλία-Μαρία Αναστασιάδη από την Αθήνα.
Αν και δεν μας προκάλεσε εντύπωση η συμμετοχή της νεαρής Ελληνίδας φοιτήτριας στο Regional BioCamp, δεδομένου ότι οι Έλληνες επιστήμονες διαχρονικά χαίρουν εκτίμησης και αποδοχής στο εξωτερικό, δεν χάσαμε την ευκαιρία για μια σύντομη συνομιλία.
Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, η Ροζαλία-Μαρία Αναστασιάδη έφυγε από την πρωτεύουσα για να σπουδάσει Χημεία στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων από όπου και αποφοίτησε με εξειδίκευση στην Οργανική Χημεία. «Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στα Ιωάννινα συμμετείχα στα προγράμματα ERASMUS καθώς ήθελα πολύ να γνωρίσω τα εκπαιδευτικά συστήματα και άλλων χωρών πέραν της Ελλάδας. Στη συνέχεια έκανα την πρακτική μου άσκηση στις Βρυξέλλες, στο Τμήμα Ποιοτικού Ελέγχου της Σοκολατοποιίας Leonidas και έπειτα συνέχισα με μεταπτυχιακές σπουδές στην Τεχνολογία Τροφίμων, στην Ολλανδία», εξηγεί μιλώντας στο ygeiamou.gr η νεαρή Ελληνίδα.
Στη συνέχεια λαμβάνοντας μια από τις υποτροφίες του προγράμματος Marie Curie – IPCOS, η Ροζαλία-Μαρία αποφάσισε να εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο πλαίσιο της οποίας βρέθηκε αρχικά στο Πανεπιστήμιο Queen Mary στο Λονδίνο και έπειτα στην Τεργέστη στο ερευνητικό κέντρο της Illy Cafe, όπου φέτος τον Ιανουάριο ολοκλήρωσε της σπουδές της. «Παραμένω στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης αυτή τη στιγμή γράφοντας επιστημονικά άρθρα, συντάσσοντας τη διατριβή μου και τελειοποιώντας τα πειράματά μου στην ανάπτυξη εκτυπωμένων πολυμερών με έμφαση στην ποσοτικοποίηση συγκεκριμένων χημικών ενώσεων, καθώς έχω εστιάσει στην ανάπτυξη ενός νέου ηλεκτροχημικού αισθητήρα», λέει.
Στην εύλογη απορία μας πως από τις σπουδές στην Χημεία βρέθηκε να λαμβάνει μέρος στο Regional BioCamp με θέμα τη Νευροεπιστήμη, η νεαρή φοιτήτρια εξηγεί ότι «η ποσοτικοποίηση των χημικών ενώσεων και κατ’ επέκταση ο φαινοτυπικός προσδιορισμός ενός συγκεκριμένου ενζύμου στο ήπαρ, δεν περιορίζεται μόνο στη βιομηχανία παραγωγής καφέ, αλλά και στην φαρμακευτική βιομηχανία. Βλέποντας στα social media την ανακοίνωση για το Regional BioCamp και με την προτροπή και του επιβλέποντος καθηγητή μου, σκέφτηκα να λάβω μέρος, αφού η φαρμακοβιομηχανία είναι ανάμεσα στις επιλογές μου για επαγγελματική σταδιοδρομία».
Παρακολουθώντας το πρόγραμμα των διαλέξεων Σλοβένων και ξένων επιστημόνων, με έμφαση σε τομείς της Νευρολογίας, όπως η Νόσος Αλτσχάιμερ, η Πολλαπλή Σκλήρυνση και η Ημικρανία, καθώς και στο ρόλο της ψηφιοποίησης των μελλοντικών θεραπειών και της ανάπτυξης φαρμάκων, αλλά και συμμετέχοντας ενεργά στις ομάδες εργασίας του διαγωνιστικού μέρους του προγράμματος του Regional BioCamp, η Ροζαλία-Μαρία Αναστασιάδη λέει ότι «αν και μέχρι τώρα δεν γνώριζα τι είδους έρευνες κάνει μια φαρμακευτική εταιρεία, τώρα αντιλαμβάνομαι πως το επιστημονικό υπόβαθρο που έχω μπορεί να με οδηγήσει στην ενασχόληση με τον τομέα του φαρμάκου».
Κι ενώ προς το παρόν σκέφτεται να συνεχίσει την εκπαίδευσή της κάνοντας μεταδιδακτορικές σπουδές δεν κρύβει ότι στο μέλλον αν της προέκυπτε κάποια επαγγελματική πρόταση δεν θα δίσταζε να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Αν και ζω στο εξωτερικό δεν χάνω την επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Πάντα εξετάζω τι επιλογές έχω ως προς το να γυρίσω στην Ελλάδα. Την κατάλληλη στιγμή θέλω να πιστεύω ότι θα το κάνω. Αλλά θα πρέπει να ισχύουν συγκεκριμένες προοπτικές. Ο στόχος μου δεν είναι να μείνω για πάντα στο εργαστήριο κάνοντας πειράματα αλλά να μπορέσω να αναλάβω μια διοικητική θέση», εξηγεί.
9ο Τοπικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης στη Βιοτεχνολογία
Όπως προαναφέρθηκε οι 35 φοιτητές που επιλέχθηκαν προσεκτικά μέσα από περισσότερους από 150 υποψηφίους από 19 χώρες, και έλαβαν μέρος στο φετινό Regional BioCamp κλήθηκαν να συστήσουν ομάδες εργασίας και να διαγωνιστούν στον έλεγχο και ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας, των επικοινωνιακών δεξιοτήτων και της ικανότητας τους να λαμβάνουν μέρος σε εποικοδομητική ομαδική συνεργασία.
Φέτος για πρώτη φορά δόθηκε στους φοιτητές μια πραγματική υπόθεση εργασίας που αφορούσε στην Ψηφιακή Θεραπευτική υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής Έρευνας (NIBR) του ομίλου Novartis.
Η επιτροπή ειδικών επέλεξε τη νικήτρια ομάδα με την καλύτερη μελέτη περίπτωσης και τρία άτομα με την καλύτερη επίδοση. Πρόκειται για τους Alen Krajnc από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Staša Stanković από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και Ardita Veseli και Jurij Zdovc από το Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα. Τα μέλη της νικήτριας ομάδας ήταν οι: Udita Bagchi, Raul Adrian Da Costa Graterol, Rok Hribšek, Maša Korošec, Ilijana Sedlo, Ardita Veseli και Anže Zidar.
Ο Κώστας Ξεΐνης, Γενικός Διευθυντής της Sandoz για την Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα, αναφερόμενος στο Regional BioCamp σημειώνει ότι «στόχος της Sandoz είναι να προσφέρει πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου θεραπείες σε όλον τον κόσμο. Με το BioCamp προσφέρουμε πρόσβαση στη γνώση και στις σύγχρονες τάσεις της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας σε νέους επιστήμονες από την Ευρώπη. Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που φέτος για πρώτη φορά μια Ελληνίδα φοιτήτρια συμμετείχε στη διοργάνωση. Ελπίζουμε να μπορέσουμε να προσφέρουμε αυτή τη δυνατότητα σε ακόμα περισσότερους Έλληνες φοιτητές και στο μέλλον».