Το τραύμα εξακολουθεί να είναι η πρώτη αιτία θανάτου στη χώρα μας σε ηλικίες 1-45 ετών καθώς παραμένει άλυτο πρόβλημα. Σημαντικό τμήμα του καλύτερου και πιο παραγωγικού δυναμικού της χώρας καταστρέφεται από ατυχήματα και, δυστυχώς αυξανόμενη διαπροσωπική βία.
Η εστίαση της Πολιτείας και του Συστήματος Υγείας στο τραύμα είναι ανεπαρκής και, σαν επακόλουθο η προσφορά πρόληψης, θεραπείας, νοσηλείας και αποκατάστασης υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με άλλα εξελιγμένα συστήματα τραύματος. Η χώρα μας χρειάζεται επειγόντως την υποδομή και οργάνωση για την άρτια αντιμετώπιση του τραυματία.
Σε ένα εθνικό σύστημα τραύματος, ο ρόλος του συστήματος προνοσοκομειακής φροντίδας είναι καθοριστικός αφού, ως γνωστόν, το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα της φροντίδας που παρέχεται στην πρώτη «χρυσή ώρα», μετά τον τραυματισμό.
Το 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επείγουσας Προνοσοκομειακής Φροντίδας που πραγματοποιείται 3-6 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας, θα εξετάσει όλες τις πτυχές της προνοσοκομειακής φροντίδας, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές που αφορούν στην υποστήριξη της ζωής του τραυματία.
Όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Φορτούνης, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Επείγουσας Προνοσοκομειακής Φροντίδας (ΕΕΕΠΦ) και Πρόεδρος Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, Χειρουργός—Διευθυντής ΕΣΥ, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Παπαγεωργίου, μετεκπαιδευθείς στη Χειρουργική του Τραύματος στο Κέντρο Τραύματος του Cris Hani Baragwanath Academic Hospital του Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής «η Ελλάδα είναι μια χώρα χωρίς οργανωμένο Εθνικό Σύστημα Τραύματος, χωρίς Κέντρα Τραύματος, χωρίς Συστήματα Καταγραφής Τραύματος, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζει οποιαδήποτε συγκροτημένη στρατηγική ποιοτικού ελέγχου του επιπέδου φροντίδας στους τραυματίες.
Στα περισσότερα ελληνικά Νοσοκομεία δεν υπάρχουν καθορισμένες Ομάδες Τραύματος και οι τραυματίες αντιμετωπίζονται πρωτίστως από τις χειρουργικές και αναισθησιολογικές ομάδες που εφημερεύουν, όπως και κάθε άλλος ασθενής με επείγον πρόβλημα.
Η ασυνέχεια χαρακτηρίζει τη διαχείριση του τραυματία σε όλες τις φάσεις της πορείας του από τον τόπο του συμβάντος μέχρι το ΤΕΠ ή την αίθουσα του χειρουργείου και τη ΜΕΘ. Αν και περιστασιακά καταγράφονται εξαιρετικές επιδόσεις από τις επιμέρους προνοσοκομειακές και ενδονοσοκομειακές ομάδες που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση του κρίσιμου τραυματία, απουσιάζει η λεπτή κόκκινη συνδετική κλωστή που μπορεί να εξασφαλίσει τη συνέχεια του εγχειρήματος και να του προσδώσει χαρακτήρες οργανωμένου στρατηγικού σχεδίου στο πλαίσιο ενός λειτουργικού και αξιόπιστου Εθνικού Συστήματος Τραύματος.
Αυτό ακριβώς είναι και το αντικείμενο συζήτησης της Ειδικής Συνεδρίας: Εθνικό Σύστημα Τραύματος στην Ελλάδα: Ουτοπία ή Επείγουσα Αναγκαιότητα; που θα λάβει χώρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Σάββατο 6 Απριλίου (09:00—11:30) στο πλαίσιο του Συνεδρίου υπό τη διεύθυνση του διεθνούς φήμης Καθηγητή Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Hαrvαrd Γιώργου Βέλμαχου, Διευθυντή του Κέντρου Τραύματος, Επείγουσας Χειρουργικής & Χειρουργικής Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείο Μασαχουσέτης της Βοστώνης των ΗΠΑ.
Στη Συνεδρία θα συμμετέχουν υψηλόβαθμοι πολιτικοί του χώρου της υγείας και ειδικοί επιστήμονες σε μια πρωτότυπη για τα ελληνικά δεδομένα προσπάθεια αναζήτησης άμεσων ρεαλιστικών προτάσεων στην κατεύθυνση ανάπτυξης και λειτουργίας ενός εύρυθμου και αποτελεσματικού Εθνικού Συστήματος Τραύματος στη χώρα μας, με στόχο τη βελτίωση της αντιμετώπισης του κρίσιμου τραυματία και τη μείωση της σχετιζόμενης με το τραύμα νοσηρότητας και θνητότητας.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρούσα ειδική συνεδρία που, με καλεσμένους από τον πολιτικό και επιστημονικό χώρο, θα συζητήσει τι ακριβώς χρειάζεται η χώρα για ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό Εθνικό Σύστημα Τραύματος και πως θα μπορούμε να το επιτύχουμε.
Η μείωση των θανάτων και αναπηριών μετά από τραυματισμό θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της Εθνικής Πολιτικής Υγείας.
Αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος του Συνεδρίου, να τονίσει την ανάγκη να ιεραρχηθεί αυτή η προτεραιότητα στην κορυφή των εθνικών προτεραιοτήτων.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που δεν έχουν Σύστημα Τραύματος κι αυτό είτε γιατί δεν χρειάζεται, όπως ισχυρίζονται κάποιοι επαγγελματίες υγείας είτε, αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, γιατί οι τραυματίες στη χώρα μας διασκορπίζονται μεταξύ πολλών νοσοκομείων.
Σαν αποτέλεσμα, ο χαμηλός όγκος εισαγωγών τραύματος ανά νοσοκομείο δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι δεν υπάρχει πρόβλημα τραύματος και ταυτόχρονα εμποδίζει την ανάπτυξη της ειδίκευσης.
Από τις προσπάθειες καταγραφής τραύματος που έγιναν στο παρελθόν, ξέρουμε ότι η συχνότητα του τραύματος επιβάλλει σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, την ανάπτυξη ενός τουλάχιστον Κέντρου Τραύματος Επιπέδου 1 σε κάθε μεγάλο αστικό κέντρο.
Αυτό είναι και το επόμενο λογικό βήμα για τη χώρα μας. Θα χρειαστεί ένας πυρήνας ειδικών που θα λειτουργήσουν το πρώτο Κέντρο Τραύματος που θα επιτρέψει, με τη σειρά του, την ανάπτυξη της εξειδίκευσης και την εφαρμογή ενός τυποποιημένου συστήματος καταγραφής τραύματος, ενώ θα γίνει παράλληλα η μήτρα που θα δημιουργήσει ειδικούς για την υπόλοιπη χώρα.
Ο πυρήνας αυτός μπορεί να βρεθεί μεταξύ όσων ήδη εκπαιδεύτηκαν στη χειρουργική τραύματος σε κέντρα του εξωτερικού και αυτών που θα εκπαιδευτούν στο πλαίσιο του πρόσφατα εγκεκριμένου από το Υπουργείο Υγείας και επιχορηγούμενο από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος προγράμματος εκπαίδευσης στο τραύμα.
Οι σχετιζόμενες με την αντιμετώπιση του τραύματος Υπηρεσίες του Συστήματος Προνοσοκομειακής Φροντίδας (ΕΚΑΒ) θα προσαρμοστούν γρήγορα μετά την έναρξη λειτουργίας του πρώτου Κέντρου Τραύματος.