Ένα ευρέως διαδεδομένο, ταχέως αναπτυσσόμενο φυτό που ανήκει στα φύκη και ονομάζεται Chlamydomonas reinhardtii, φαίνεται πως βοηθά στην αντιμετώπιση γαστρεντερικών προβλημάτων, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Journal of Functional Foods.
Για δεκαετίες, το συγκεκριμένο φυτό, το οποίο φυτρώνει κυρίως σε υγρό έδαφος, χρησίμευσε ως πρότυπο είδος για πλήθος ερευνητικών θεμάτων, από τα βιοκαύσιμα με βάση τα φύκη έως την εξέλιξη των φυτών. Ενώ άλλα είδη έχουν χρησιμοποιηθεί ως συμπληρώματα διατροφής που παρέχουν ωφέλιμα έλαια, βιταμίνες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, αντιοξειδωτικά και φυτικές ίνες, τα οφέλη από την κατανάλωση του C. reinhardtii δεν είχαν προηγουμένως εξερευνηθεί.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια ολοκλήρωσαν πρόσφατα την πρώτη μελέτη που εξετάζει τις επιπτώσεις της κατανάλωσης του C. reinhardtii και κατέδειξαν ότι τα φύκη συντελούν στην αντιμετώπιση των γαστρεντερικών προβλημάτων που σχετίζονται με το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου, όπως η διάρροια, ο μετεωρισμός και το φούσκωμα.
Η βιομάζα C. reinhardtii που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη, υποβλήθηκε σε αυστηρό έλεγχο και χαρακτηρίστηκε «ασφαλής» από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων, επιτρέποντας την πειραματική χρήση της σε άνθρωπο.
Προκαταρκτικά στοιχεία από μελέτες με ποντίκια, έδειξαν ότι η κατανάλωση C. reinhardtii μείωσε σημαντικά τον ρυθμό απώλειας βάρους σε ποντίκια με οξεία κολίτιδα, η οποία γενικά συνδέεται με φλεγμονή της πεπτικής οδού. Με βάση τα προηγούμενα ευρήματα, οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν αν τα αποτελέσματα της κατανάλωσης αυτού του φυτού έχουν εφαρμογή και στον άνθρωπο, περιλαμβάνοντας στο δείγμα της μελέτης και άτομα χωρίς συμπτώματα που σχετίζονται με το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου. Οι εθελοντές κατανάλωναν καθημερινά C. reinhardtii υπό μορφή σκόνης και έδιναν αναφορά για την κατάσταση του γαστρεντερικού τους συστήματος επί ένα μήνα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που υπέφεραν συχνά από συμπτώματα στο γαστρεντερικό τους σύστημα ανέφεραν σημαντικά μικρότερη δυσφορία εντέρου και διάρροια, περιορισμό του μετεωρισμού ή του φουσκώματος και αυξημένη κινητικότητα εντέρου.
Επιπλέον, σε αναλύσεις που έγιναν σε δείγματα κοπράνων των συμμετεχόντων, φάνηκε ότι η μικροβιακή σύνθεση του εντέρου παρέμεινε μοναδική, χαρακτηριστικό των υγιών ανθρώπων, και δεν προέκυψαν σημαντικές μεταβολές στη σύνθεση του μικροβιώματος από την κατανάλωση των φυκών.
Τέλος, μολονότι οι ερευνητές αναγνωρίζουν την ανάγκη περαιτέρω μελέτης για να ανακαλύψουν τους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους τα φύκη αυτά βοηθούν τον οργανισμό, πιθανολογούν πως η δράση τους οφείλεται σε ένα βιοδραστικό μόριό τους ή πιθανώς σε μια αλλαγή στην έκφραση των γονιδίων των εντερικών βακτηρίων που προκαλείται από την κατανάλωση των φυκών.