Η υπερκατανάλωση τροφής έχει βρεθεί ότι μειώνει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα (γλυκόζη) και τα επίπεδα ινσουλίνης. Μια νέα μελέτη ωστόσο αποκαλύπτει ότι το σώμα ανταποκρίνεται διαφορετικά όσον αφορά την ενδογενή παραγωγή γλυκόζης και την έκκριση ινσουλίνης όταν η διάρκεια της περιόδου υπερκατανάλωσης τροφών είναι μικρή π.χ. στην περίοδο των διακοπών. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο American Journal of Physiology–Endocrinology and Metabolism.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Deakin στην Αυστραλία μελέτησαν μια μικρή ομάδα υγιών, αδύνατων ανδρών με μέσο όρο ηλικίας τα 22 έτη. Οι εθελοντές συμμετείχαν σε μια σύντομη δοκιμασία αποτελούμενη από ένα πενθήμερο διάστημα «ενδεικτικό της υπερφαγίας των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των γιορτών και των διακοπών» και ένα μακροπρόθεσμο μοντέλο χρόνιας υπερκατανάλωσης που διήρκησε 28 ημέρες. Η σύνθεση των θρεπτικών συστατικών της διατροφής των εθελοντών ήταν αντιπροσωπευτική μιας τυπικής αυστραλιανής δίαιτας (55% υδατάνθρακες, 35% λίπος και 15% πρωτεΐνη). Το κομμάτι της «υπερκατανάλωσης τροφής» περιελάμβανε σνακ υψηλής θερμιδικής αξίας όπως σοκολάτα, ποτά αντικατάστασης γεύματος και πατατάκια, έτσι ώστε να προστεθούν περίπου 1.000 περισσότερες θερμίδες κάθε μέρα σε σχέση με την κανονική κατανάλωση τροφής των ανδρών. Η ερευνητική ομάδα μέτρησε το βάρος των εθελοντών, τη μάζα λίπους, το σάκχαρο αίματος και τα επίπεδα ινσουλίνης πριν ξεκινήσει η μελέτη και ξανά έπειτα από πέντε και 28 ημέρες.
Αν και η ποσότητα του σπλαχνικού λίπους που περιβάλλει τα εσωτερικά όργανα αυξήθηκε σημαντικά, η βραχυπρόθεσμη υπερκατανάλωση τροφής δεν είχε σημαντική επίδραση στο βάρος ή στη μάζα λίπους των ανδρών. Επιπλέον, τα επίπεδα νηστείας του σακχάρου στο αίμα και του C-πεπτιδίου – ένα αμινοξύ που το σώμα απελευθερώνει σε απόκριση της αυξημένης παραγωγής ινσουλίνης – δεν άλλαξαν. Πρόκειται για ένα εύρημα ιδιαίτερα εντυπωσιακό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, διότι τα επίπεδα νηστείας της ενδογενούς γλυκόζης αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας δοκιμής.
Η χρόνια υπερκατανάλωση, από την άλλη, αύξησε την ποσότητα του συνολικού σωματικού λίπους και του σπλαχνικού λίπους, καθώς και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά το γεύμα και τα επίπεδα C-πεπτιδίων. Ωστόσο, δεν αλλοίωσε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα νηστείας, την ενδογενή παραγωγή γλυκόζης ή την ταχύτητα απομάκρυνσης γλυκόζης από το σώμα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το προφίλ των θρεπτικών συστατικών στη μακροχρόνια δοκιμή ήταν σύμφωνο με μια τυπική δίαιτα και τα ποσοστά διατροφικού λίπους δεν αυξήθηκαν. Η μακροχρόνια υπερβολική κατανάλωση λιπαρών τροφών αντί για περισσότερα θρεπτικά ισορροπημένα τρόφιμα μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας που προκαλεί ταχείες αλλαγές στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Αυτά τα ευρήματα «υποδηλώνουν ότι οι έγκαιρες προσαρμογές ως απόκριση στην υπερκατανάλωση υδατανθράκων στοχεύουν στην αύξηση της διάθεσης της γλυκόζης προκειμένου να διατηρηθεί η ευαισθησία στην ινσουλίνη ολόκληρου του σώματος», ανέφεραν οι ερευνητές.