Ερωτηματικά ως προς τη δράση των γλυκαντικών στο εντερικό μικροβίωμα έχουν οι ερευνητές τόσο όσον αφορά τα τεχνητά γλυκαντικά όσο και τα πιο φυσικά όπως η στέβια η γλυκαντική ουσία με φυσική καταγωγή (από το φυτό Stevia rebaudiana).
Παλαιότερη έρευνα σε ζωικά μοντέλα που δημοσιεύτηκε το 2016 στο Cell Metabolism, διαπίστωσε ότι τα γλυκαντικά εν γένει διεγείρουν τον εγκέφαλο αυξάνοντας την όρεξη· ο εγκέφαλος «μπερδεύεται» από τη γλυκιά γεύση και θεωρεί ότι τα σάκχαρα του εξασφαλίζουν την απαραίτητη ενέργεια αλλά, καθώς δεν λαμβάνει τις θερμίδες, αυξάνει το αίσθημα της πείνας.
Φαίνεται όμως ότι η κατανάλωση γλυκαντικών «ταράζει» και το εντερικό μικροβίωμα, που αποτελεί κλειδί για γερό ανοσοποιητικό σύστημα, προστασία από παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, καλή εγκεφαλική υγεία και διάθεση όπως έχουν δείξει μελέτες πάνω από 20 χρόνια.
Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Molecules από ερευνητές του Πανεπιστημίου Ben-Gurion, η στέβια φαίνεται να διαταράσσει την ισορροπία των καλών βακτηρίων του εντέρου. Στο πλαίσιο της μελέτης παρατηρήθηκε η επίδραση ενός συμπληρώματος φυτικού εκχυλίσματος στέβιας και εξευγενισμένο εκχύλισμα στέβιας.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι το συμπλήρωμα αναστέλλει την επικοινωνία μεταξύ των εντερικών βακτηρίων ενώ το εξευγενισμένο εκχύλισμα επιδρά σε μοριακό επίπεδο διακόπτοντας εντελώς την επικοινωνία των βακτηρίων. Και με τις δύο μορφές, η στέβια πέτυχε να διαταράξει την μικροβιακή ισορροπία του εντέρου, γεγονός που εξηγεί ίσως παράπονα για πόνους στο στομάχι ή φούσκωμα από ανθρώπους που την καταναλώνουν επί μακρόν.
Ωστόσο η μελέτη περιορίστηκε στο εργαστήριο και έτσι δεν είναι βέβαιο ότι τα πορίσματα βρίσκουν εφαρμογή και στους καταναλωτές. Οι ερευνητές πρόσθεσαν πως περαιτέρω έρευνα κρίνεται απαραίτητη για επίρρωση των ευρημάτων.
Όπως σχολίασε η Δρ Glenn Gibson από το Πανεπιστήμιο Reading, η μελέτη δεν είναι αντιπροσωπευτική των χιλιάδων μικροβίων που διαβιούν στον βλεννογόνο του εντέρου και τρέφονται με υδατάνθρακες όπως η στέβια για να αναπτυχθούν. Αν συνέβαινε αυτό, πιθανώς να εξαλείφονταν αυτομάτως και όλες οι αρνητικές συνέπειες.
Επιπλέον, είναι πια κοινή αρχή ότι το εντερικό μικροβίωμα για να είναι υγιές απαιτεί πλήθος διαφορετικών μικροβίων, συνεπώς αποφυγή αντιβιοτικών και κόκκινου κρέατος ή επεξεργασμένων τροφίμων που διαταράσσουν την ισορροπία και περισσότερες φυτικές ίνες, ζυμωμένα τρόφιμα και προβιοτικά.
Η στέβια, άλλωστε, έχει συνδεθεί και με σημαντικά οφέλη:
Έρευνες έχουν καταλήξει ότι περιορίζει τη διάρροια και συμπτώματα του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και μειώνει τον κίνδυνο μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε πέρυσι στο Scientific Reports, η αντικατάσταση της ζάχαρης με στέβια μείωσε τους δείκτες της ηπατικής νόσου καθώς και τα επίπεδα γλυκόζης, ενώ βελτίωσε την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Τέλος, η μείωση στο κυτταρικό στρες και αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα πιθανώς να ευθύνονται για την ευεργετική επίδραση της γλυκαντικής ουσίας.
Διαβάστε επίσης
Αυτό το υποκατάστατο ζάχαρης είναι «φιλικό» με το ήπαρ
Τα επικίνδυνα τρόφιμα που μετατρέπονται σε λίπος στην κοιλιά και την καρδιά
Στέβια, ασπαρτάμη ή φρουκτόζη: Μάθετε τα πάντα για τις γλυκαντικές ουσίες