Το μέγεθος του στομάχου και η ικανότητα διάτασης του αναλόγως των διατροφικών συνηθειών είναι η μία όψη του νομίσματος. Η δεύτερη είναι ο εγκέφαλος, ο οποίος ορίζει μέρος της διατροφικής συμπεριφοράς και του μηχανισμού του κορεσμού, γεγονός που καθιστά κάποιες φορές μη ελέγξιμη την επιθυμία για φαγητό ανεξαρτήτως του εάν έχουμε ήδη χορτάσει.
Πότε συμβαίνει αυτό;
Κυρίως όταν βρεθούμε μπροστά στα εκλεκτά εδέσματα ενός μπουφέ, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας ερευνητικής μελέτης της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρίας που έρχονται στη δημοσιότητα από τις σελίδες του American Journal of Physiology-Gastrointestinal and Liver Physiology.
Η μελέτη αποτυπώνει ότι συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ατόμων με παχυσαρκία η χωρητικότητα του στομάχου αλλάζει ώστε να διαχειριστεί διαφορετικά «μενού», γεγονός που έχει επίδραση στην αίσθηση της πληρότητας και την επιθυμία για υπερκατανάλωση τροφής.
Οι παχύσαρκοι διαθέτουν μεγαλύτερη χωρητικότητα στομάχου συγκριτικά με άτομα με χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος, όπως έχουν καταδείξει προγενέστερες μελέτες. Σωματικοί, γενετικοί και κοινωνικοί παράγοντες είναι μόνο κάποια από τα στοιχεία που επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά, η οποία συμπεριλαμβάνει την αίσθηση και το μηχανισμό του κορεσμού -χωρίς να είναι σαφής η αλληλεπίδραση μεταξύ χωρητικότητας στομάχου και της αίσθησης πληρότητας.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ομάδα παχύσαρκων, αλλά κατά τα άλλα υγιών, συμμετεχόντων στη μελέτη που ακολουθούσαν διαλειμματική νηστεία -αρχικά τους δόθηκε να πιουν περίπου 283 γραμμάρια υγρού θρεπτικού συμπληρώματος διατροφής και στη συνέχεια κατανάλωσαν γεύμα σε μπουφέ.
Στους εθελοντές δόθηκε οδηγία να πιουν το συμπλήρωμα με σταθερό ρυθμό (28 γραμμάρια ανά λεπτό), με τους ερευνητές να καταγράφουν την αίσθηση κορεσμού των συμμετεχόντων ανά πέντε λεπτά. Όταν έφθασαν σε σημείο «μέγιστης ή αφόρητης πληρότητας» κλήθηκαν να σταματήσουν τη δοκιμή.
Τέσσερις ώρες αργότερα, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να φάνε όσο ήθελαν από έναν πλούσιο σε υδατάνθρακες μπουφέ κατά τη διάρκεια ενός διαστήματος 30 λεπτών. Η ερευνητική ομάδα μέτρησε την επιθυμία τους να συνεχίσουν να τρώνε μέσω του αριθμού θερμίδων που κατανάλωσαν και μέσω πιστοποιημένου ερωτηματολογίου σχετικά με την ικανότητα ενός ατόμου να αντιστέκεται στην επιθυμία υπερβολικής κατανάλωσης τροφής. Η μελέτη κατέδειξε ότι η μικρότερη χωρητικότητα του στομάχου έχει τη δυνατότητα να μειώσει την πρόσληψη θερμίδων.
Ως προς τον έλεγχο της επιθυμίας για φαγητό, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μεγαλύτερος έλεγχος αντιστοιχούσε σε μεγαλύτερη χωρητικότητα στομάχου όταν επρόκειτο για κανονικό γεύμα (σε αυτή την περίπτωση το γεύμα ήταν το θρεπτικό συμπλήρωμα διατροφής).
Ωστόσο, στη διατροφική συμπεριφορά στο μπουφέ δεν παρατηρήθηκε το ίδιο μοτίβο. Η αυξημένη πρόσληψη τροφής στον μπουφέ συσχετίστηκε με μειωμένη ικανότητα ελέγχου της επιθυμίας κατανάλωσης, βάσει των απαντήσεων των συμμετεχόντων στο ερωτηματολόγιο.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι το μέγεθος του στομάχου εν μέσω διαλειμματικής νηστείας και η αντανακλαστική διάτασή του έπειτα από το γεύμα είναι ένας συνδυασμός καθοριστικών παραγόντων για την πρόσληψη τροφής. Ωστόσο, ο εγκέφαλος ελέγχει κομμάτι της διατροφικής συμπεριφοράς, κάτι που δείχνει ότι η επιθυμία για φαγητό είναι μερικές φορές δύσκολο να ελεγχθεί, ανεξάρτητα από την πληρότητα.
Διαβάστε επίσης
Πρόχειρο φαγητό: Δείτε τι μας συμβαίνει όταν συνεχίζουμε να τρώμε λαίμαργα, ενώ έχουμε χορτάσει
Πρόχειρο φαγητό: Να γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε σε μια μερίδα