Στην Ελλάδα, αν και σταθερά μειούμενο, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανέρχεται στο 74,6%, εξακολουθώντας να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη μεριά το ποσοστό ασφαλισμένων κατοικιών δεν ξεπερνάει το 16%, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ).

Οι λόγοι για την αποφυγή ασφάλισης της κατοικίας είναι αρκετοί, με κυριότερο ίσως τη νοοτροπία των Ελλήνων που υπαγορεύει την σκέψη και τη δράση «κατόπιν εορτής». Σε ό,τι αφορά την ασφάλιση του σπιτιού, αυτό μεταφράζεται σε προστασία του αφότου μπορεί να μετράει ζημιές από μια πλημμύρα, έναν σεισμό ή μια πυρκαγιά.

Εάν ωστόσο αποφασίσουμε να ασφαλίσουμε την κατοικία μας, καλό είναι να γνωρίζουμε πώς να αποφύγουμε μία από τις μεγαλύτερες παγίδες, αυτή της υπερασφάλισης ή της υποασφάλισης κατοικίας.

Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αναφέρουν ότι το πρώτο βήμα για να αποφευχθεί ο παραπάνω κίνδυνος είναι να υπολογιστεί  η αξία της οικοδομής, βάσει των τετραγωνικών αλλά και της αξίας κατασκευής της κατοικίας. Για να προχωρήσει ο ενδιαφερόμενος σε ασφάλιση κατοικίας θα πρέπει να λάβει υπόψιν δύο σημαντικούς παράγοντες, την κατασκευαστική και εμπορική αξία του ακινήτου.

Η κατασκευαστική αξία είναι αυτή που ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία κατασκευής, δεδομένου πως εξαρτάται από το κόστος των υλικών και της εργασίας. Η εμπορική αξία από την άλλη πλευρά, διαμορφώνεται από την περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο, την τιμή ανά τετραγωνικό, αλλά και την  κατάσταση που βρίσκεται η αγορά τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Απαιτείται επομένως, ο σωστός υπολογισμός της αξίας του ακινήτου από ένα ειδικό πραγματογνώμονα, έτσι ώστε να αποφευχθεί η παγίδα της υποασφάλισης ή της υπερασφάλισης.

Η υποασφάλιση υφίσταται στη περίπτωση που η κατοικία έχει ασφαλιστεί σε μικρότερη αξία από την πραγματική. Αυτό συνιστά πρόβλημα, γιατί σε περίπτωση ζημιάς η κάλυψη από την ασφαλιστική εταιρία, μέσω της εφαρμογής του αναλογικού κανόνα, θα είναι μικρότερη από το ύψος της ζημιάς.  Αν για παράδειγμα, η πραγματική αξία ενός σπιτιού είναι 100.000 ευρώ αλλά έχει ασφαλιστεί  για 50.000 ευρώ και συμβεί μια ζημιά που κοστολογείται στα 3.000 ευρώ, η ασφαλιστική εταιρία θα αποζημιώσει στο μισό, ήτοι 1.500 ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, η υπερασφάλιση μπορεί να είναι αποτέλεσμα της υπερτιμημένης αξίας του ακινήτου που μπορεί να έγινε κατά λάθος ή από πρόθεση, ακόμα και λόγω μεταγενέστερης μείωσης της αξίας. Στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση βασίζεται στην πραγματική αξία εκτός και αν αποδειχθεί δόλος, οπότε η ασφαλιστική εταιρία διατηρεί το δικαίωμα άρνησης της αποζημίωσης.

Σημαντική προϋπόθεση για την ασφάλιση κατοικίας είναι ο ενδιαφερόμενος να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε το ακίνητο να είναι προστατευμένο. Για αυτό το λόγο θεωρείται απαραίτητη η επίσκεψη στο χώρο από έναν πραγματογνώμονα για να εκτιμήσει το σπίτι με βάση την κατασκευαστική και την εμπορική αξία του.

Παράλληλα, η επικοινωνία με τον εξειδικευμένο ασφαλιστικό διαμεσολαβητή κρίνεται αναγκαία, αφού είναι εκείνος που θα σας καθοδηγήσει στην κατάλληλη ασφαλιστική επιλογή βάσει των αναγκών και των δυνατοτήτων σας.

 

Διαβάστε επίσης:

Ασφάλιση κατοικίας: Τι πρέπει να γνωρίζετε πριν υπογράψετε το συμβόλαιο

Ασφάλιση κατοικίας: Ποιες είναι οι επιλογές σας όταν έχετε πάρει στεγαστικό δάνειο

Ασφάλιση κατοικίας: Οι παράγοντες που καθορίζουν το κόστος του συμβολαίου