Οι υποψήφιοι για ασφάλιση υγείας, συνήθως δυσανασχετούν όταν ο ασφαλιστής τους προτείνει ένα συμβόλαιο με «απαλλαγή» προκειμένου να εξασφαλίσουν χαμηλότερο ετήσιο ασφάλιστρο. Η απαλλαγή είναι το ποσοστό συμμετοχής του ασφαλισμένου στα έξοδα νοσηλείας. Δηλαδή το ποσό που καλείται να πληρώσει από τη τσέπη του και το οποίο θα αφαιρεθεί από τη συνολική αποζημίωση που θα καταβάλλει η ασφαλιστική εταιρία.
Το θέμα αυτό εξαρτάται από το προφίλ του ενδιαφερόμενου.
Αν ο ενδιαφερόμενος, έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί σε μια απαλλαγή μεγάλη ή μικρότερη, τότε θα ανταμειφθεί με ένα αρκετά μειωμένο κόστος ασφάλισης.
Έτσι, για παράδειγμα αν ο ασφαλισμένος συμφωνήσει η απαλλαγή να ανέλθει σε 1.500 ευρώ, τότε το ετήσιο ασφάλιστρό του θα μειωθεί στα 800 ευρώ. Έτσι θα διαπιστώσει ότι θα αποσβέσει το ποσό που δαπάνησε για την απαλλαγή σε 2,5 χρόνια.
Αν συμφωνήσει μικρότερη απαλλαγή ύψους 500 ευρώ, το ετήσιο ασφάλιστρό του θα ανέλθει σε 1.100 ευρώ.
Αν πάλι συμφωνήσει να μην πληρώσει ούτε ένα ευρώ και η ασφαλιστική εταιρία να καταβάλλει το 100% της αποζημίωσης, τότε το ετήσιο ασφάλιστρο θα ανέλθει σε 1.300 ευρώ.
Τα ασφάλιστρα ανεβαίνουν στις μεγαλύτερες ηλικίες. Αν το συμβόλαιο συναφθεί σε ηλικία άνω των 50 ετών, οι ασφαλιστές προτείνουν η απαλλαγή να μην είναι χαμηλότερη από 1500 ευρώ ώστε το ύψος των ασφαλίστρων να διατηρηθεί σε προσιτά επίπεδα. Για παράδειγμα ένας άνδρας 50 ετών ,με όριο κάλυψης για έξοδα νοσηλείας τα 600.000 ευρώ , εξωνοσοκομειακές δαπάνες έως 4000 ευρώ και απαλλαγή 1500 ευρώ, θα κληθεί να πληρώσει ετήσιο ασφάλιστρο 1250 ευρώ.
«Αν συμβεί κάτι απρόοπτο με την υγεία μας, συνήθως δε μας λείπουν τα λίγα αλλά τα πολλά που μπορεί να χρειαστούν για έξοδα νοσηλείας. Δηλαδή δεν μας λείπουν 1500 ευρώ αλλά 500.000» λένε χαρακτηριστικά οι ασφαλιστές για να επισημάνουν ότι η απαλλαγή δεν είναι ευχάριστη αλλά συνεκτιμώντας την ωφέλεια που θα έχουν σε βάθος χρόνου οι ασφαλισμένοι, θα πρέπει να συμφωνήσουν στην καταβολή ενός ποσού, ανάλογα με τις δυνατότητές τους.