Οι εταιρείες αναγκάζονται να εξαιρέσουν «καλύψεις» από ένα πρόγραμμα υγείας, όταν υπάρχει μια προϋπάρχουσα πάθηση πριν από την ασφάλιση. Οι εξαιρέσεις είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων.
Για παράδειγμα, έναν μεσήλικα με υψηλή χοληστερόλη, καπνιστή και παχύσαρκο η εταιρεία μπορεί να μη δεχθεί να τον ασφαλίσει καθόλου για καρδιοπάθεια.
Από τις καλύψεις για συγγενείς παθήσεις εξαιρούνται και οι διαβητικοί.
Επίσης, αν ο ασφαλισμένος, όταν ασφαλίστηκε, δήλωσε ότι έχει τοποθετηθεί λάμα στο πόδι του, η εταιρεία δε θα δεχθεί να πληρώσει τα έξοδα της επέμβασης για την αφαίρεσή της, καθώς τη θεωρεί κατάσταση προϋπάρχουσα της έναρξης ισχύος του συμβολαίου.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι εταιρείες είναι πιο ελαστικές και κάνουν χρήση «εναλλακτικών» λύσεων. Αν, για παράδειγμα, οι εξετάσεις δείξουν υψηλή χοληστερόλη, το συμβόλαιο προβλέπει αναμονή κάποιου διαστήματος για να καλύψει έξοδα νοσηλείας παθήσεων που προέρχονται από την αυξημένη χοληστερίνη.
Για υψηλή χοληστερόλη και αυξημένη αρτηριακή πίεση, αρκετές φορές ο ασφαλιστής μπορεί να προτείνει στον πελάτη, για να μην εξαιρεθεί από τις καλύψεις, να καταβάλλει ένα έξτρα επασφάλιστρο 10%-40%.
Επίσης το επασφάλιστρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ασφαλιστεί ένας εργαζόμενος σε επάγγελμα υψηλής επικινδυνότητας.
Προσοχή! Ασθενείς με σοβαρές παθήσεις όπως ο καρκίνος και η πολλαπλή σκλήρυνση, δυστυχώς δε μπορούν να ασφαλιστούν με επασφάλιστρο, αλλά θα συμπεριληφθούν στις «εξαιρέσεις».
Οι εταιρείες που βάζουν εξαιρέσεις, όπως και ειδικές κατονομαζόμενες αναμονές, δικαιολογούν τη στάση τους επισημαίνοντας ότι είναι άξιες εμπιστοσύνης καθώς έτσι δίνουν στους ασφαλισμένους τη δυνατότητα να καταλάβουν ότι η εταιρεία γνωρίζει πολύ καλά τους κινδύνους που καλείται να αναλάβει.