Για το τρίτο μέρος του συνεδρίου με θέμα «Ποιοτική Φροντίδα Υγείας», η Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, ο Γραμματέας Τομέα Υγείας ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, Γιώργος Μπουλμπασάκος και ο Καθηγητής Διοίκησης & Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας «Δημοκρίτειου» Πανεπιστημίου Θράκης», Νίκος Πολύζος, κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήματα σχετικά με τον υγειονομικό Χάρτη, τη χρηματοδότηση, την αξιολόγηση των υπηρεσιών υγείας και το management των νοσοκομείων μεταξύ άλλων.
Τρεις άξονες για το Σύστημα Υγείας
«Η υγεία δεν είναι πολυτέλεια πολιτικής επιλογής αλλά ανάγκη ζωής», σχολίασε η Ματίνα Παγώνη, Πρόεδρος Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), ανοίγοντας τον κύκλο των ερωτήσεων με τον υγειονομικό χάρτη και τα οργανογράμματα. Σύμφωνα με την ίδια, τα οργανογράμματα ξεκίνησαν μεν το 2012, δεν υπήρξε όμως εξέλιξη έκτοτε παρότι είναι αναγκαία για την εκτίμηση της αποδοτικότητας και την οργάνωση της δημόσιας υγείας.
«Βλέπουμε τις ειδικές ανάγκες που έχει κάθε περιοχή (π.χ. αυξημένα τροχαία) και συνεκτιμούμε τις εισροές στα νοσοκομεία» ανέφερε η κ. Γκάγκα για τους παράγοντες που εμπλέκονται στη χάραξη του υγειονομικού χάρτη. Χρειάζεται μια καλή Πρωτοβάθμια περίθαλψη έως τη Δευτεροβάθμια, με έμφαση στα επείγοντα και τα χρόνια νοσήματα, τη χρήση τηλεϊατρικής, την αντιμετώπιση των ειδικών όπως π.χ. αν χρειάζεται μια περιοχή Μονάδα Ημερήσιας Θεραπείας όπως χημειοθεραπείες κ.λπ.. «Αυτά δείχνει ο χάρτης υγείας» επεσήμανε, υπογραμμίζοντας επιπλέον ότι η αποτελεσματικότητα των μονάδων υγείας δεν εξαρτάται από το αν είναι κεντρικές ή περιφερειακές, όπως άλλωστε αναδείχθηκε τις ημέρες της πανδημίας. Το ζητούμενο είναι ο σωστός σχεδιασμός και η συνεργία ώστε, κλινικές με μεγάλο φόρτο φερ’ ειπείν, να διασυνδέονται με άλλες ώστε να υπάρχει αποφόρτιση αλλά και ανταλλαγή εμπειρίας και τεχνογνωσίας για τη σύσταση π.χ. ενός καλού χειρουργικού τμήματος σε περιφερειακή μονάδα.
Σύμφωνα με την ίδια, οι τρεις βασικοί άξονες της κυβέρνησης για τη διαμόρφωση του υγειονομικού χάρτη είναι:
– Ο σεβασμός στον ασθενή, ποιες είναι οι ανάγκες του τι διατίθεται να κάνει
– Να δοθεί λύση στα προβλήματά τους
– Να γίνει εφικτό μέσω της συνεργατικότητας.
Τέλος στο φαινόμενο των ράντζων
Στο φαινόμενο των ράντζων στα νοσοκομεία αναφέρθηκε ο Γιώργος Μπουλμπασάκος, Γραμματέας Τομέα Υγείας ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, λέγοντας πως «Το πρόβλημα των ράντζων είναι κάτι που θίγει τους ίδιους τους ασθενείς. Τα εργαλεία όμως δεν είναι αυτά που προβάλλει η κυβέρνηση». Σύμφωνα με τον ίδιο το πρόβλημα πολλαπλασιάζεται ενώ παραμένει η έλλειψη σε κρεβάτια. «Στο Αττικό από 110 ράντζα φτάσαμε στα 45. Αλλά πρέπει να εξαφανιστούν κι αυτά, αυτό είναι το στοίχημα» επεσήμανε η κ. Παγώνη σχετικά.
Για τον κ. Μπουλμπασάκο, κλειδί για την αλλαγή της κατάστασης αποτελεί η Πρωτοβάθμια Περίθαλψη Υγείας, μέσα από την οποία θα μπορούσε να έχει αντιμετωπιστεί το ένα τρίτο των ασθενών που προσφεύγουν στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ). «Έχουμε τη δυνατότητα με ελάχιστες προσλήψεις να ενισχύσουμε τα ΤΕΠ και να γνωρίζουμε τι διαθεσιμότητα υπάρχει σε παθολογικά και πνευμονολογικά κρεβάτια ώστε να κατευθύνεται σωστά ο ασθενής. Δεν γίνεται να διατηρείται το ίδιο οργανόγραμμα με 40% και 160% πληρότητα. Αυτό είναι θέμα πολιτικής επιλογής» υπογράμμισε, σημειώνοντας ότι η παράταξή του είναι υπέρ των αξιολογήσεων και προσωπικού και υπηρεσιών μέσα από ανεξάρτητα όργανα.
Για τον κ. Πολύζο, πρέπει να γίνονται ποιοτικές μετρήσεις και όχι μόνο ποσοτικές. Να μην καταμετρώνται μόνο οι νοσηλείες αλλά και να αποτιμάται η έκβασή τους, τι πρσφέρεται στον ασθενή ως προς την υγεία και ικανοποίησή του. «Έχουμε 50 χρόνια ΕΣΥ με λειψή εφαρμογή, έχουμε τον ΕΟΠΥΥ και τη Δημόσια Υγεία. Πρέπει να δούμε τι κάνουμε με αυτά» κατέληξε.
Το ζήτημα των νοσηλευτών
«Ποιοτική φροντίδα υγείας σημαίνει σημαίνει και ποιοτική νοσηλευτική φροντίδα. Άρα και επάρκεια σε νοσηλευτές» τόνισε ο Γεώργιος Αβραμίδης, Πρόεδρος Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Νοσηλευτικής Ομοσπονδίας ΕΣΥ (ΠΑΣΥΝΟ-ΕΣΥ) μετατοπίζοντας τη συζήτηση στο θέμα των νοσηλευτών. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά «αυτή τη στιγμή υπάρχουν κλίνες 45 ατόμων με δύο νοσηλευτές» καθώς και ότι «τα προβλήματα στελέχωσης είναι 10ετιών. Φεύγουν νοσηλευτές με 15-20 χρόνια προϋπηρεσίας για να γίνουν σχολικοί νοσηλευτές γιατί δεν αντέχουν τις συνθήκες. Επιπλέον, 3,5 χιλιάδες φεύγουν στο εξωτερικό».
Για να βρεθεί λύση χρειάζεται ένα ειδικό μισθολόγιο για τους νοσηλευτές και η ένταξή τους στα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα χωρίς διακρίσεις. Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά, όσοι προσλήφθηκαν μετά 2011 είναι στα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα ενώ αυτοί που προσλήφθηκαν πριν το 2011 όχι, και ας εργάζονται όλοι στον ίδιο χώρο με τους ίδιους ασθενείς.
Αφού εξαίρεσε το έργο των νοσηλευτών, βοηθών νοσηλευτών και τεχνολόγων, η κ. Γκάγκα τόνισε την πρόθεση του υπουργείου Υγείας να αυξήσει τις θέσεις νοσηλευτών, πάντα όμως σε συνάρτηση με το μέγεθος των μονάδων και την πληρότητα των νοσοκομείων. «Τίποτα στην υγεία δεν αλλάζει από τη μία ημέρα στην άλλη» εξήγησε η ίδια για τον χρόνο που απαιτείται ώστε να έχουμε καλά στελεχωμένα νοσοκομεία με ικανοποιημένους ασθενείς. «Σχεδιάζουμε κλάδο νοσηλευτών ώστε να υπάρξει ειδικό μισθολόγιο. Αν όμως δεν είναι ικανοποιημένο το προσωπικό δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε» σημείωσε.
Στην ανάγκη ενός ενιαίου ειδικού μισθολογίου υπερθεμάτισε και ο κ. Πολύζος, σχολιάζοντας ωστόσο ότι η χώρα μας παράγει 5.000 πτυχιούχους ετησίως, με δυνατότητα απασχόλησης μόνο των μισών.
Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα χρόνια νοσήματα
Το ζήτημα διαχείρισης των χρόνιων νοσημάτων και των ασθενών ανέδειξε με την παρέμβασή της η Παρασκευή Μιχαλοπούλου, Αντιπρόεδρος Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ), όπως σκιαγράφησε μέσα από την οδύσσεια ενός ογκολογικού ασθενούς. «Πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν την ευαλωτότητα του ασθενούς» δήλωσε χαρακτηριστικά και απαρίθμησε όσα καλείται να αντιμετωπίσει, εκκινώντας από τη συγκέντρωση με άλλους ασθενείς την ίδια ώρα στους διαδρόμους τους νοσοκομείου και την αναμονή για τις αιματολογικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα, τον γιατρό που θα τα ελέγξει και θα προκρίνει τη χημειοθεραπεία, τη μετάβαση μετά σε ένα υποστελεχωμένο τμήμα ειδικής θεραπείας… «Άρα καθυστέρηση και ένας ασθενής καταπονημένος από την ασθένεια και τις νοσοκομειακές συνθήκες που μπορεί να γυρίσει σπίτι του χωρίς καν να λάβει τη θεραπεία του».
Σύμφωνα με την κ. Μιχαλοπούλου, είναι ζωτικής σημασίας οι ογκολογικοί ασθενείς να μπουν στα διοικητικά συμβούλια των νοσοκομείων για θέματα διάφορα του κόστους που είναι όμως ουσιαστικά για τη βελτίωση της καθημερινότητάς τους.
Κατά την τοποθέτησή της για το ζήτημα των ασθενών με καρκίνο και άλλα χρόνια νοσήματα, η κ. Γκάγκα αναφέρθηκε ειδικά στις καλές πρακτικές που εφαρμόζονται στην Πνευμονολογική Κλινική του Νοσοκομείου «Σωτηρία» της οποίας προΐστατο έως και την ανάληψη της κυβερνητικής θέσης, όπου οι ογκολογικοί ασθενείς έρχονται αντιμέτωποι με ένα σωστά δομημένο σύστημα που μειώνει τους χρόνους αναμονής σχετικά με εξετάσεις και θεραπείες. «Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Σπάνιων Παθήσεων, αναδεικνύεται η σημασία κατάλληλης και έγκαιρης φροντίδας της υγείας των χρόνιων ασθενών. Από πλευράς μας, συνομιλούμε με όλες τις Ενώσεις Ασθενών για να υπερβούμε θέματα που μπορούν να ξεπεραστούν» πρόσθεσε, κλείνοντας πως «είμαστε ασθενοκεντρικοί, πρέπει να γίνουμε συνεργατικοί ώστε να του παρέχουμε την αίσθηση ικανοποίησης και ασφάλειας».
«Η αγωνία μας σε αυτήν την πανδημία ήταν πώς θα κατορθώσουμε οι ασθενείς με τέτοια προβλήματα να μη χάνουν την παρακολούθηση της υγείας όπως το σχήμα τους, τις αναγκαίες υπηρεσίες υγείας λόγω της πληρότητας του συστήματος υγείας». σχολίασε για τα ως άνω ο κ. Μπουλμπασάκος. Επικαλούμενος το Ευρωπαικό σχέδιο για την καταπολέμηση του Καρκίνου, πρόσθεσε ότι δεν αρκεί αφού πρέπει να υπάρξει μέριμνα και για τις υποστηρικτικές δομές, όπως π.χ. η υποστήριξη προς τους παιδιατρικούς ασθενείς με καρκίνο αλλά και την οικογένειά τους.
Κατ’ επέκταση, ο καθηγητής κ. Πολύζος επεσήμανε ότι, πέραν του εθνικού προγράμματος υγείας, χρειάζονται εθνικά προγράμματα και για καρδιαγγειακά ή άλλα νοσήματα καθώς, εξ αφορμής της πανδημίας, «καταλάβαμε τη σημασία της δημόσιας υγείας, καθοδηγεί τις υπόλοιπες υπηρεσίες υγείας».
Συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης
Για το καυτό θέμα των υψηλών δαπανών υγείας που πληρώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά απευθείας από την τσέπη τους, ζήτησε την τοποθέτηση των ομιλητών ο Γιάννης Καντώρος, Μέλος ΔΣ Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), αλλά και ποια μπορεί να είναι η ανάμειξη της ιδιωτικής ασφάλισης ώστε να αλλάξει ένα καθεστώς που μαρτυρά παθολογίες συγκριτικά με άλλα κράτη του ευρωπαϊκού χώρου. Σύμφωνα με τον ίδιο, ζητούμενο είναι η ορθολογική κατανομή των πόρων και η πρόσβαση του πληθυσμού σε πιο ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Ένα από τα παραδείγματα «κακοδιαχείρισης» αποτυπώνεται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα συνταγογραφείται ίδια ποσότητα φαρμάκων με τη Γαλλία, παρά το ότι η τελευταία έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό. Έτσι, χάνονται πόροι που θα χρησίμευαν στη χρηματοδότηση άλλων υπηρεσιών.
Παράλληλα ωστόσο, οικονομικές δυσκολίες προκύπτουν και από το αυξανόμενο συν τω χρόνω κόστος της υγείας. «Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, εκτός από τον αντίστοιχο ΕΟΠΥΥ, έχουν βάλει συμπληρωματική και την ιδιωτική για να αντεπεξέλθουν. Ζητούμενο είναι η κάλυψη των αναγκών υγείας του ασθενούς» τόνισε και, απαντώντας στο ερώτημα της κ. Παγώνη για τα ελλείμματα που παρατηρούνται κάθε Σεπτέμβριο, η αναπληρώτρια υπουργούς υπενθύμισε ότι «δεν έχουμε αφήσει νοσοκομείο χωρίς δυνατότητα να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις. Θα βρούμε τα χρήματα».
Πιο περιορισμένες αρμοδιότητες εντούτοις θα προέβλεπε για τον ιδιωτικό τομέα ο κ. Πολύζος. Σύμφωνα με τον Καθηγητή του «Δημοκρίτειου» Πανεπιστημίου Θράκης, τον κεντρικό ρόλο του διαχειριστή θα πρέπει να επωμίζεται ο ΕΟΠΥΥ. Παρεμφερή θέση εξέφρασε και ο κ. Μπουλμπασάκος επισημαίνοντας την ανάγκη αύξησης της δημόσιας δαπάνης επί το πλείστον μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, με τις ασφαλιστικές εταιρείες να πρέπει να μπορούν να επιλέξουν με ποια δημόσια νοσοκομεία θα ήθελαν να συνεργαστούν ώστε να υπάρξει έτσι μια συμφωνία.
Διαβάστε ακόμη:
Συνέδριο ygeiamou – Προσωπικός Γιατρός, Πρωτοβάθμια Φροντίδα, Εμβολιασμός, Ψηφιακή Υγεία