Μεγαλύτερη επιθυμία και προσδοκία για επίτευξη οργασμού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής συνεύρεσης με το έτερον ήμισυ έχουν όσοι κορυφώνουν συχνότερα. Αντιθέτως, οι άνδρες και οι γυναίκες που φτάνουν σε οργασμό λιγότερο συχνά παύουν να ενδιαφέρονται και να προσπαθούν γι’ αυτόν, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Sex Roles. Τα «θύματα» είναι κυρίως γυναίκες, εξαιτίας ενός γνωστού φαινομένου, του «χάσματος οργασμού».
Το χάσμα οργασμού αναφέρεται στη διαφορά στη συχνότητα επίτευξής του μεταξύ ανδρών και γυναικών, όταν επιδίδονται σε ετεροφυλόφιλο συντροφικό σεξ, με τους άνδρες να έχουν περισσότερους οργασμούς από τις γυναίκες. Η έρευνα έχει δείξει ότι αυτό το φαινόμενο επιδεινώνεται στις περιστασιακές σεξουαλικές συνευρέσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταματά να υφίσταται όταν οι σύντροφοι γνωρίζουν σεξουαλικά καλά ο ένας τον άλλον, μετά από μακρόχρονη σχέση.
Παλαιότερες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η εμπειρία του οργασμού είναι ένας από τους ισχυρότερους προγνωστικούς παράγοντες της σεξουαλικής ικανοποίησης, κυρίως για τις γυναίκες, η οποία εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η συχνότητα του σεξ και η επαρκής σεξουαλική επικοινωνία. Επίσης, σε αυτήν συμβάλλουν η δέσμευση και η γενική ικανοποίηση από τη σχέση, καθώς και η καλή ψυχολογική κατάσταση.
Παρόλο που η έρευνα έχει εντοπίσει τη σχέση μεταξύ της συχνότητας οργασμού, της σεξουαλικής ικανοποίησης και της ευεργετικής επίδρασής τους στα ετεροφυλοφιλικά ζευγάρια, το χάσμα οργασμού εξακολουθεί να είναι πραγματικότητα ακόμα και χρόνια μετά την πρώτη σεξουαλική τους συνεύρεση.
Η έρευνα έχει επίσης δείξει ότι όταν οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τον οργασμό ως στόχο στις σεξουαλικές τους επαφές και λαμβάνουν μέτρα για να τον επιδιώξουν, είναι πιο πιθανό να τον βιώσουν. Μια μελέτη του 2021 διαπίστωσε ότι όσοι προσδοκούν να έχουν οργασμό, σεξουαλική ευχαρίστηση και συναισθηματική εγγύτητα αναζωπυρώνουν την επιθυμία τους για σεξ.
Αν οι γυναίκες μειώνουν τις προσδοκίες ή την επιθυμία τους για οργασμό όταν βιώνουν χαμηλή συχνότητά του, πιθανότατα δεν τον επιδιώκουν έντονα. Μάλιστα, ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι υπάρχουν γυναίκες που δημιουργούν σεξουαλικές σχέσεις και δεν ελπίζουν να βιώσουν κατά τη σεξουαλική πράξη οργασμό. Οπότε δεν τον επιδιώκουν ιδιαίτερα και συνεπώς το χάσμα οργασμού διαιωνίζεται, αφού οι ίδιες αποδέχονται την αρνητική αυτή εξέλιξη.
Κάποιες φορές αιτία της «αδιαφορίας» για επίτευξη οργασμού είναι η προηγούμενη εμπειρία τους. Εάν, δηλαδή, δεν βίωναν συχνά οργασμό, αλλάζουν συμπεριφορά και παύουν να το θεωρούν απαραίτητο στοιχείο ικανοποίησης και έτσι σταματούν να ελπίζουν και να επιδιώκουν την απόλυτη σεξουαλική απόλαυση.
Τρεις ερευνητές του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Rutgers στο New Brunswick του New Jersey επιδίωξαν να διερευνήσουν τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, εξετάζοντας τις προσδοκίες και την επιθυμία των συμμετεχόντων για οργασμό. Συμπεριέλαβαν στη μελέτη τους 104 σεξουαλικά ενεργά ζευγάρια, τα οποία ρώτησαν σχετικά με το πόσο συχνά έρχονται σε οργασμό, ποιος είναι (κατά την άποψή τους) ο ιδανικός αριθμός σεξουαλικών συνευρέσεων και η συχνότητα που θα πρέπει να αναμένουν οργασμό.
Τα ευρήματά τους επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του χάσματος οργασμού μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η έρευνά τους παρέχει περαιτέρω αποδείξεις ότι το χάσμα οργασμού υπάρχει στις σχέσεις μικτού φύλου και ότι οι άνδρες υποτιμούν το μέγεθός του. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα βασίζουν εν μέρει την επιθυμία και την προσδοκία τους για οργασμό στο πόσο συχνά τον βιώνουν κατά τη διάρκεια του συντροφικού σεξ.
Αυτό το εύρημα μπορεί να εξηγήσει γιατί οι γυναίκες αναφέρουν συχνά ότι ο οργασμός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, σε σύγκριση με τους άνδρες, δεδομένου ότι τείνουν να βιώνουν μικρότερη συχνότητα οργασμού από εκείνους.
Οι επιστήμονες σημείωσαν ότι τα ευρήματά τους καταδεικνύουν τη σημασία της αύξησης των προσδοκιών των γυναικών για τη συχνότητα του οργασμού που θα μπορούσαν να βιώσουν και δικαιούνται να βιώσουν στις σεξουαλικές επαφές με τους άνδρες, προκειμένου να σπάσει αυτός ο κύκλος για τις γυναίκες που επιθυμούν να έχουν περισσότερους οργασμούς στις σεξουαλικές τους σχέσεις. Εξάλλου πρόκειται για ένα ζήτημα ισότητας των φύλων, όπως επισήμαναν.
Πιο πρόσφατα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2018 αποκάλυψε ότι μόνο το 65% των ετεροφυλόφιλων γυναικών έχουν «συνήθως ή πάντα» οργασμό κατά τη διάρκεια του σεξ, σε σύγκριση με το 95% των ετεροφυλόφιλων ανδρών.
Οι γυναίκες μαθαίνουν να περιμένουν και να ικανοποιούνται με λιγότερα στις σεξουαλικές τους σχέσεις. Και δυστυχώς οι άνδρες δεν αντιλαμβάνονται τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, αφού μια επιπλέον διαπίστωση της μελέτης ήταν ότι οι άνδρες υποτιμούσαν σημαντικά το μέγεθος του χάσματος οργασμού στη σχέση τους.
Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν ώστε να κλείσει η ψαλίδα της ανισότητας. Η απάντηση είναι η διερεύνηση της σεξουαλικότητας και των τρόπων ικανοποίησης, η ελευθερία έκφρασης των επιθυμιών και φαντασιώσεων, τα οποία επιτυγχάνονται με την καλή επικοινωνία και την επιθυμία για ικανοποίηση και των δύο.
Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες πρακτικές εφαρμογές που αποδεδειγμένα αποδίδουν. Η δυσκολία οργασμού για ορισμένες γυναίκες μπορεί να υπερκεραστεί με την ένταξη σεξουαλικών παιχνιδιών στη ζωή του ζευγαριού. Όχι μόνο εξάπτουν τη φαντασία αλλά αποτελούν μέσο νέων τρόπων πρωτόγνωρης διέγερσης.
Μπορούν να τις βοηθήσουν να φτάσουν σε οργασμό, που διαφορετικά δεν είναι σε θέση να το κάνουν μέσω της σεξουαλικής δραστηριότητας, ανακουφίζοντάς τες από το επώδυνο σεξ, μέσω παρατεταμένων προκαταρκτικών παιχνιδιών αλλά και προσωπικών ασκήσεων.
Τα σεξουαλικά παιχνίδια, τα οποία περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στους δονητές και τα ομοιώματα, προσφέρουν διέγερση της κλειτορίδας με τρόπο που δεν μπορεί να προσφέρει μόνο το σεξ. Δίνουν επίσης την ευκαιρία να ανακαλύψει η γυναίκα τις περιοχές των γεννητικών οργάνων και ολόκληρου του σώματος που της χαρίζουν μεγαλύτερη διέγερση. Η ένταξη διαφορετικών και πολλών προκαταρκτικών παιχνιδιών πριν από τη συνουσία διευκολύνει και επισπεύδει την κορύφωση, καθώς τα επίπεδα διέγερσης είναι υψηλότερα.
Με τη χρήση τους, λοιπόν, μπορεί να αυξηθεί η συχνότητα κορύφωσης και να μειωθεί το «χάσμα οργασμού» μεταξύ ανδρών και γυναικών. Και τότε οι τελευταίες θα μάθουν να επιθυμούν και να επιδιώκουν τον οργασμό στον ίδιο βαθμό με τους άνδρες.