Επειδή ένα συγκεκριμένο φάρμακο ήταν αποτελεσματικό για έναν φίλο ή συγγενή, δε σημαίνει ότι θα λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και σε εσάς.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ επισημαίνουν ότι οι γιατροί που συνταγογραφούν αντικαταθλιπτικά επιλέγουν συγκεκριμένο φάρμακο και δοσολογία βασιζόμενοι σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι:
– Η διάγνωση. Κάποια φάρμακα είναι καλύτερα για συγκεκριμένα συμπτώματα και τύπους κατάθλιψης. Για παράδειγμα, τα αντικαταθλιπτικά που προκαλούν υπνηλία μπορεί να είναι ενδεικτικότερη επιλογή όταν ένα από τα προβλήματα είναι η αϋπνία. Επίσης, η ένταση της ασθένειας ή η ύπαρξη άγχους, εμμονών ή καταναγκασμών ίσως να υπαγορεύουν τη χρήση ενός φαρμάκου έναντι κάποιου άλλου.
– Οι παρενέργειες. Ίσως να πρέπει πρώτα να διαλέξετε ένα φάρμακο βάσει της παρενέργειας που θέλετε περισσότερο από όλα να αποφύγετε. Οι φαρμακευτικές αγωγές ποικίλλουν ανάλογα με την πιθανότητα να προκαλέσουν προβλήματα στον σεξουαλικό τομέα, να οδηγήσουν σε αύξηση του βάρους ή να δημιουργήσουν αίσθηση υπνηλίας.
– Η ηλικία. Καθώς μεγαλώνετε, το σώμα τείνει να διασπά τα φάρμακα πιο αργά. Επομένως, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι μπορεί να χρειάζονται μικρότερη δοσολογία, ενώ στην περίπτωση των παιδιών μόνο λίγες φαρμακευτικές αγωγές έχουν μελετηθεί προσεκτικά για να μπορέσει να εξαχθεί ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα.
– Η υγεία. Αν έχετε κάποιο πρόβλημα υγείας, καλό θα είναι να αποφεύγετε συγκεκριμένα φάρμακα. Για παράδειγμα, ο γιατρός σας θα πρέπει να λάβει υπόψιν του παράγοντες όπως οι καρδιακές ή νευρολογικές παθήσεις πριν συνταγογραφήσει ένα φάρμακο. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να συζητήσει ενδεχόμενα ιατρικά προβλήματα με έναν παθολόγο ή ένα ψυχίατρο πριν αποφασίσετε να ξεκινήσετε τη λήψη ενός αντικαταθλιπτικού.
– Τα φάρμακα, τα συμπληρώματα και η διατροφή. Όταν συνδυάζονται με συγκεκριμένα φάρμακα ή ουσίες, τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να μην είναι εξίσου αποτελεσματικά ή να έχουν ανησυχητικές και επικίνδυνες παρενέργειες. Για παράδειγμα, ο συνδυασμός ενός αντικαταθλιπτικού με ένα συγκεκριμένο είδος βοτάνου μπορεί να ενισχύσει τη σεροτονίνη σε επικίνδυνα και, σε σπάνιες περιπτώσεις, θανατηφόρα επίπεδα. Επίσης, η ανάμιξη του βοτάνου με άλλα φάρμακα, όπως αυτά για τον έλεγχο της λοίμωξης από τον ιό HIV, για τον καρκίνο και τα αντισυλληπτικά- μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητά τους. Επιπλέον, οι γυναίκες που λαμβάνουν ταμοξιφαίνη για τον καρκίνο του μαστού πρέπει να επιλέξουν ένα αντικαταθλιπτικό που δεν παρεμβαίνει στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω δραστικής ουσίας, ενώ ορισμένα τρόφιμα, όπως συγκεκριμένα τυριά και κρέατα, παράλληλα με τη λήψη ενός αντικαταθλιπτικού μπορούν να προκαλέσουν επικίνδυνη αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
– Το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά. Το αλκοόλ και άλλες εθιστικές ουσίες μπορούν να προκαλέσουν κατάθλιψη και να καταστήσουν τα αντικαταθλιπτικά λιγότερο αποτελεσματικά. Οι γιατροί συχνά θεραπεύουν πρώτα τον εθισμό στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά αν πιστεύουν ότι αυτά προκαλούν την κατάθλιψη, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, η ταυτόχρονη θεραπεία για τον εθισμό και την κατάθλιψη εγγυάται θετικά αποτελέσματα.
– Το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό ψυχικής υγείας και φαρμακευτικής αγωγής. Αν εσείς ή κάποιο μέλος της οικογένειάς σας είχε καλή απόκριση σε μια φαρμακευτική αγωγή στο παρελθόν, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να καθοδηγήσουν την επιλογή σας. Ανάλογα με τη φύση και την πρόοδο της κατάθλιψης (για παράδειγμα αν η κατάθλιψη είναι μακρόχρονη ή δύσκολα θεραπεύσιμη), ενδεχομένως να χρειαστείτε υψηλότερη δόση ή συνδυασμό φαρμάκων. Αυτό ίσως να ισχύει και στην περίπτωση που ένα αντικαταθλιπτικό έχει σταματήσει να είναι αποτελεσματικό για εσάς, πράγμα που μπορεί να συμβεί μετά τη χρήση του για κάποιο διάστημα ή αφού σταματήσατε και ξαναξεκινήσατε τη θεραπεία με αυτό.
– Η δική σας προτίμηση. Μόλις μάθετε όσα το δυνατόν περισσότερα για τις θεραπευτικές επιλογές, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας προκειμένου να σας υποδείξει ποιο ταιριάζει καλύτερα στον δικό σας τρόπο ζωής, τα ενδιαφέροντα και την άποψή σας.