Μία πρωτοποριακή, πειραματική μελέτη από το Κέντρο Ύπνου και Άγχους του Χιούστον, δείχνει ότι ο ανεπαρκής ύπνος επιδρά πολλαπλώς στη συναισθηματική υγεία των παιδιών.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο Journal of Child Psychology and Psychiatry.
Μολονότι πλήθος ερευνών έχουν συνδέσει τον ανεπαρκή ύπνο με την κακή συναισθηματική υγεία, οι πειραματικές μελέτες σε παιδιά είναι σπάνιες.
Η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τη Δρ. Candice Alfano, Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον και Διευθύντρια του Κέντρου Ύπνου και Άγχους, παρακολούθησε 53 παιδιά ηλικίας 7-11 ετών για περισσότερο από μία εβδομάδα. Τα παιδιά ολοκλήρωσαν στο εργαστήριο μια συναισθηματική αξιολόγηση σε δύο ξεχωριστές φάσεις, μία μετά από μια νύχτα πλήρους ύπνου και, ξανά, κατόπιν μιας νύχτας που στερήθηκαν αρκετές ώρες ύπνου.
Όπως σημείωσε η επικεφαλής της μελέτης, μετά τον περιορισμένο κατά μερικές ώρες ύπνο, παρατηρήθηκαν αλλαγές στον τρόπο που τα παιδιά βίωναν, ρύθμιζαν και εξέφραζαν τα συναισθήματά τους και, προς έκπληξη των ερευνητών, οι αλλαγές αυτές ήταν εντονότερες στα θετικά παρά τα αρνητικά ερεθίσματα.
Κατά την πειραματική διαδικασία, ζητήθηκε στα παιδιά να παρακολουθήσουν μια σειρά από εικόνες και αποσπάσματα ταινιών που προκαλούσαν θετικά και αρνητικά συναισθήματα, ενώ οι ερευνητές κατέγραφαν την απόκριση των ανηλίκων σε πολλαπλά επίπεδα. Εκτός από τις υποκειμενικές συναισθηματικές αξιολογήσεις, οι ερευνητές κατέγραψαν τις αναπνευστικές αρρυθμίες (ένας μη επεμβατικός δείκτης της ρύθμισης των συναισθημάτων που συνδέεται με την καρδιά) και τις εκφράσεις του προσώπου. Ιδίως αυτό το τελευταίο, κατά τη Δρ. Alfano, είναι η σημαντική καινοτομία, καθώς οι μελέτες που βασίζονται σε υποκειμενικές αναφορές συναισθημάτων δεν εξηγούν τους συγκεκριμένους μηχανισμούς μέσω των οποίων ο ανεπαρκής ύπνος αυξάνει τον κίνδυνο για την ψυχική υγεία των παιδιών.
Τα ευρήματα αναδεικνύουν την απειλή για την καθημερινή κοινωνική και συναισθηματική ζωή των παιδιών, ενώ λειτουργούν ως μια επαρκής εξήγηση γιατί τα παιδιά που κοιμούνται λιγότερο κατά μέσο όρο εμφανίζουν περισσότερα προβλήματα σχετικά με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
«Η εμπειρία και η έκφραση των θετικών συναισθημάτων είναι απαραίτητα για τις φιλίες των παιδιών, την υγιή κοινωνική αλληλεπίδραση και και την αποτελεσματική κοινωνική συνύπαρξη», σημείωσε η Δρ. Alfano.
Τέλος, ένα δεύτερο σημαντικό εύρημα ήταν η διαφορετική επίδραση που είχε στα παιδιά η απώλεια ύπνου. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με μεγαλύτερα προϋπάρχοντα συμπτώματα άγχους έδειξαν τις πιο δραματικές μεταβολές στη συναισθηματική απόκριση μετά τη νύχτα με τον περιορισμένο ύπνο.