Τι ονειρευτήκατε χθες το βράδυ; Περίπου 1 στους 4 δεν μπορεί να απαντήσει στη συγκεκριμένη ερώτηση, γιατί δε θυμάται. Για τους υπόλοιπους, η απάντηση έρχεται εύκολα, με ζωντανές λεπτομέρειες σχετικά με τα ρούχα που φορούσαν, όταν στο όνειρο δεν χτύπησε το ξυπνητήρι και άργησαν στη δουλειά τους! Αυτή η έντονη αντίθεση στην ικανότητα ανάκλησης ονείρων έχει προβληματίσει τους ερευνητές εδώ και δεκαετίες, αλλά μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι μάλλον υπάρχει εξήγηση.
Από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2024, επιστήμονες από πολλά ιταλικά ερευνητικά ιδρύματα διεξήγαγαν μια εκτεταμένη έρευνα για να αποκαλύψουν τι καθορίζει το αν θα θυμόμαστε τα όνειρά μας. Η έρευνά τους, που δημοσιεύθηκε στο Communications Psychology, ξεπέρασε τις τυπικές μελέτες για τα όνειρα συνδυάζοντας λεπτομερή παρακολούθηση του ύπνου, γνωστικές δοκιμές και μετρήσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Στην ερευνητική διαδικασία συμμετείχαν 217 υγιείς ενήλικες ηλικίας 18 έως 70 ετών, οι οποίοι έκαναν πολύ περισσότερα από το να κρατούν απλώς ημερολόγια ονείρων: υποβλήθηκαν σε εγκεφαλικά τεστ, φορούσαν βραχιολάκια παρακολούθησης του ύπνου και ελέγχθηκαν για την εγκεφαλική τους δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Για να εκτιμήσουν τις στάσεις σχετικά με τα όνειρα, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που βαθμολογούσε πόσο έντονα συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν με δηλώσεις όπως «τα όνειρα είναι ένας καλός τρόπος για να μάθω τα αληθινά μου συναισθήματα» έναντι «τα όνειρα είναι τυχαίες ανοησίες του εγκεφάλου».
Όπως παρατήρησαν οι ερευνητές του IMT School for Advanced Studies Lucca, τρεις βασικοί παράμετροι αναδείχθηκαν ως ισχυροί προγνωστικοί παράγοντες της ανάκλησης των ονείρων: η γενική στάση του ατόμου απέναντι στα όνειρα, η τάση του να αφήνει το μυαλό του να περιπλανιέται κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης και τα τυπικά πρότυπα ύπνου του. Διαπίστωσαν ότι όσοι θεωρούσαν τα όνειρα ως σημαντικά και άξια προσοχής είχαν περισσότερες πιθανότητες να τα θυμούνται σε σύγκριση με εκείνους που απέρριπταν τα όνειρα ως ανούσια.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν
Η ονειροπόληση αποδείχτηκε ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας. Χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο που μετρά πόσο συχνά οι σκέψεις των ανθρώπων απομακρύνονται από την τρέχουσα εργασία τους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που έπιαναν συχνά τον εαυτό τους να ονειροπολεί ή να κάνει αυθόρμητες σκέψεις κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν πιο πιθανό να ανακαλέσουν τα όνειρά τους. Αυτή η σύνδεση είναι λογική, αν αναλογιστεί κανείς ότι τόσο η ονειροπόληση όσο και τα όνειρα αφορούν παρόμοια δίκτυα του εγκεφάλου, ιδίως περιοχές που σχετίζονται με την αυτοανασκόπηση και τη δημιουργία εσωτερικών νοητικών εμπειριών.
Η σχέση μεταξύ της ονειροπόλησης και της ονειρικής ανάκλησης υποδεικνύει μια ενδιαφέρουσα πιθανότητα: οι άνθρωποι που περνούν περισσότερο χρόνο σε αυθόρμητη νοητική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορεί να είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για να δημιουργούν και να θυμούνται τα όνειρά τους! Και οι δύο δραστηριότητες περιλαμβάνουν τη δημιουργία νοητικών εμπειριών αποσυνδεδεμένων από το άμεσο εξωτερικό περιβάλλον.
Και ο ίδιος ο ύπνος όμως, έπαιζε τον δικό του ρόλο. Οι άνθρωποι που είχαν συνήθως μεγαλύτερες περιόδους ελαφρύτερου ύπνου με λιγότερο βαθύ ύπνο (τεχνικά ονομάζεται ύπνος Ν3) θυμόντουσαν καλύτερα τα όνειρά τους. Κατά τη διάρκεια του βαθύ ύπνου, ο εγκέφαλος παράγει μεγάλα, αργά κύματα που βοηθούν στην εδραίωση των αναμνήσεων, αλλά μπορεί να δυσχεραίνουν τη δημιουργία ή τη μνήμη των ονείρων. Αντίθετα, τα ελαφρύτερα στάδια ύπνου διατηρούν μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας που μοιάζουν περισσότερο με την εγρήγορση, καθιστώντας ενδεχομένως ευκολότερο τον σχηματισμό και την αποθήκευση ονειρικών αναμνήσεων.
Αναφορικά με την ηλικία, οι νεότεροι συμμετέχοντες ήταν γενικά καλύτεροι στο να θυμούνται συγκεκριμένο περιεχόμενο του ονείρου, ενώ τα μεγαλύτερα ηλικιακά άτομα ανέφεραν συχνότερα ότι θυμούνται πως είδαν ένα όνειρο, αλλά δεν μπορούσαν να θυμηθούν τίποτα συγκεκριμένο. Αυτό το ηλικιακό μοτίβο υποδηλώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται και αποθηκεύει τις ονειρικές αναμνήσεις μπορεί να αλλάξει καθώς μεγαλώνουμε.
Οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι και η εποχή επηρέαζε το αν οι συμμετέχοντες θυμούνται τα όνειρά τους: το χειμώνα η ανάμνηση των ονείρων ήταν λιγότερο δυνατή, σε σύγκριση με το φθινόπωρο και την άνοιξη.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η ανάκληση ονείρων δεν είναι απλώς θέμα τύχης, αλλά μια αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι προσωπικές στάσεις, τα γνωστικά χαρακτηριστικά και η δυναμική του ύπνου», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Giulio Bernardi, καθηγητής γενικής ψυχολογίας στη Σχολή IMT. «Αυτές οι γνώσεις όχι μόνο εμβαθύνουν την κατανόηση των μηχανισμών που κρύβονται πίσω από τα όνειρα, αλλά έχουν επίσης επιπτώσεις στη διερεύνηση του ρόλου των ονείρων στην ψυχική υγεία και στη μελέτη της ανθρώπινης συνείδησης».
Αγχώδεις διαταραχές: Τι όνειρα βλέπουν όσοι κατακλύζονται από άγχος
Εφιάλτες και άσχημα όνειρα: Για ποια νόσο προειδοποιούν – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Συχνοί εφιάλτες: Γιατί οι 50ρηδες πρέπει να ανησυχούν περισσότερο