Το στίγμα της παχυσαρκίας και τις προκαταλήψεις απέναντι στα άτομα με παραπανίσια κιλά θίγει στο τελευταίο της βιβλίο «Γιατί είναι ΟΚ να είσαι χοντρός» (Why It’s OK To Be Fat) η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, Rekha Nath, εστιάζοντας εντούτοις σε μια άλλη πτυχή του ζητήματος: τις διακρίσεις των επαγγελματιών υγείας εις βάρος των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων και τις πολιτικές δημόσιας υγείας που όξυναν παρά άμβλυναν το πρόβλημα.
Ορμώμενη από τη θέση της παχυσαρκίας στη δημόσια σφαίρα, όπου «το να είσαι χοντρός θεωρείται αντιαισθητικό, ακόμη και αηδιαστικό», η Nath γράφει για την ανάγκη αλλαγής του παραδείγματος στην κοινωνία, η οποία πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει το πάχος σαν ένα κακό από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί ο πληθυσμός και, στον αντίποδα, να το προσεγγίσει μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής ισότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη συστηματικότητα με την οποία τιμωρεί τα παχύσαρκα άτομα για το σώμα τους.
«Θεωρούμε το πάχος ένδειξη αδυναμίας, απληστίας, τεμπελιάς. Και έχουμε αναδείξει την επιδίωξη μιας λεπτής σιλουέτας, η οποία συνδέεται με την καλή υγεία, τη σωματική άσκηση, την ομορφιά και την πειθαρχία, σε έναν ηθικοποιημένο αγώνα: το να κάνεις τις “σωστές” επιλογές στον τρόπο ζωής για να μη γίνεις χοντρός θεωρείται καθήκον που πρέπει να εκπληρώσει ο καθένας μας» εξηγεί η ίδια.
«Η συλλογική μας απέχθεια για το πάχος μεταφράζεται σε απέχθεια για τους χοντρούς ανθρώπους. Οι χοντροί γίνονται θύματα εκφοβισμού και παρενόχλησης. Λαμβάνουν χαμηλότερης ποιότητας υγειονομική περίθαλψη, πολύ συχνά από γιατρούς και νοσηλευτές που υιοθετούν αρνητικά στερεότυπα κατά των υπέρβαρων ανθρώπων. Οι χοντροί μαθητές γελοιοποιούνται και υφίστανται πειράγματα από τους συμμαθητές ή ακόμη και τους καθηγητές τους. Στον χώρο εργασίας, οι χοντροί βιώνουν ανεξέλεγκτες διακρίσεις, νόμιμες στις περισσότερες χώρες».
Υγεία και σωματικό βάρος
Στις σελίδες του βιβλίου της υπάρχουν αναφορές σε πρόσφατη έρευνα που επισημαίνει ότι η παχυσαρκία τριπλασιάστηκε τα τελευταία 50 χρόνια, καθώς και στον χαρακτηρισμό της παιδικής παχυσαρκίας ως «μίας από τις σοβαρότερες παγκόσμιες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία τον 21ου αιώνα» από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Η Nath κατανοεί τους λόγους ανησυχίας, δεδομένης της σύνδεσης της νοσογόνου παχυσαρκίας με μικρότερο προσδόκιμο ζωής και της υπερβαρότητας (βάρος πάνω από τον φυσιολογικό Δείκτη Μάζας Σώματος) με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη και καρδιακών παθήσεων. Με τη δική της κατάδυση στον κόσμο των ερευνών και της υγείας, ωστόσο, θα σχηματίσει άλλη εικόνα. Έχοντας ανατρέξει σε μεγάλο όγκο επιστημονικών ερευνών, η Nath θέτει ως αντεπιχείρημα το ισχυρότερο αντίκτυπο που μπορεί να έχουν η διατροφή και η φυσική κατάσταση στην υγεία απ’ ό,τι το βάρος αποκλειστικά.
Επικαλείται μια συστηματική ανασκόπηση 36 μελετών του 2010 που διαπίστωσε ότι τα παχύσαρκα άτομα με καλή φυσική κατάσταση διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου συγκριτικά με αγύμναστα άτομα φυσιολογικού βάρους. Υπογραμμίζει επιπροσθέτως στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι συμβουλές που δίδονται σε παχύσαρκους ανθρώπους για την απώλεια βάρους –να τρώνε λιγότερο και να κινούνται περισσότερο– είναι αναποτελεσματικές ή ακόμα και επιζήμιες. Επί τούτου παραθέτει τα συμπεράσματα ανασκόπησης για επαναπρόσληψη βάρους από ανθρώπους που προσπάθησαν να αδυνατίσουν με δίαιτες και κατέληξαν βαρύτεροι, τέσσερα έως πέντε χρόνια μετά τη δίαιτα για το 41%.
Στιγματισμός του πάχους – Κατάθλιψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση
Η Nath στέκεται στην αποτυχία, όπως αναφέρει, των πολιτικών και εκστρατειών δημόσιας υγείας που χαράχθηκαν με στόχο να βοηθήσουν ανθρώπους να χάσουν βάρος, κατέληξαν εντούτοις ανεπιτυχείς και καύσιμη ύλη για τη μηχανή στιγματισμού του πάχους. «Το consensus των επιστημόνων που μελετούν τον στιγματισμό του βάρους είναι ότι δεν βοηθούν. Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα» αναφέρει και εξηγεί πως «όχι μόνο η ταμπέλα του πάχους στα παχύσαρκα άτομα μειώνει τις πιθανότητες να αδυνατίσουν αλλά, επιπλέον, το στίγμα του βάρους φαίνεται να βλάπτει σοβαρά τη σωματική και ψυχική τους υγεία με πολλούς τρόπους».
Η Nath επικαλείται έρευνες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι που αισθάνονται στιγματισμένοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να χάσουν βάρος. Μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο PLOS ONE, παρακολούθησε περισσότερα από 6.000 άτομα για τέσσερα χρόνια και συμπέρανε ότι όσοι ανέφεραν ότι βίωσαν διακρίσεις λόγω βάρους είχαν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκοι ή να παραμείνουν παχύσαρκοι, συγκριτικά με όσους δεν είχαν αντίστοιχες εμπειρίες. «Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι τα άτομα που βιώνουν το στίγμα του πάχους είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από κατάθλιψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση» εξηγεί η ίδια.
Ένα καλύτερο αύριο
Η Nath γράφει ότι η προκατάληψη που βιώνουν οι χοντροί άνθρωποι είναι έντονη και επηρεάζει τη ζωή τους με απτούς όρους. Τεκμηριώνει το επιχείρημα με ερευνητικά δεδομένα που αποκαλύπτουν ότι παιδιά ηλικίας μόλις τριών ετών θα προτιμήσουν συμπαίκτες που «δεν είναι παχουλοί», καθώς και ότι, για έναν στους τρεις δασκάλους, το να γίνει κάποιος παχύσαρκος θα ήταν «το χειρότερο πράγματα που θα μπορούσε να συμβεί σε έναν άνθρωπο».
Στο βιβλίο, η Nath φαντάζεται έναν κόσμο όπου οι παχύσαρκοι άνθρωποι θα αντιμετωπίζονται με όρους ισοτιμίας στην υγειονομική περίθαλψη και την αγορά εργασίας και θα μπορούν, κυρίως, να εμφανίζονται δημόσια χωρίς να ντρέπονται. «Είναι ΟΚ να είσαι χοντρός, επειδή δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είσαι χοντρός. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είσαι χοντρός, φυσικά, εκτός από όλα όσα κάνει η κοινωνία μας για να παρουσιάσει ως κακό το να είσαι χοντρός: καταπιέζει τους χοντρούς ανθρώπους για το μέγεθος του σώματός τους, επιβάλλοντάς τους την κατάφωρη αδικία του sizeism*» καταλήγει.
*Sizeism: διακρίσεις εις βάρος ανθρώπων με βάση το νούμερο των ρούχων τους
Οι επεμβάσεις που βάζουν φρένο σε παχυσαρκία και διαβήτη
Η θαυματουργή ένωση που μάχεται παχυσαρκία και διαβήτη – Η ελληνική τροφή που την περιέχει
Επέμβαση αντιμετωπίζει δύο σοβαρές νόσους – Παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2