Η μεγαλύτερη ευελιξία στην εργασία θα μπορούσε να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, καταλήγει έρευνα από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ T.H. Chan και το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Τα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν στο American Journal of Public Health αποτυπώνουν το θετικό αντίκτυπο από παρεμβάσεις που εξυπηρετούν την καλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
«Η μελέτη δείχνει ότι οι εργασιακές συνθήκες αποτελούν σημαντικούς κοινωνικούς παράγοντες υγείας. Όταν περιορίστηκαν οι πηγές στρες στο εργασιακό περιβάλλον και η σύγκρουση μεταξύ εργασίας και οικογένειας, παρατηρήσαμε μείωση στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου στους πιο ευάλωτους εργαζόμενους, χωρίς να επηρεάζεται αρνητικά η παραγωγικότητά τους» δήλωσε Lisa Berkman, καθηγήτρια Δημόσιας Πολιτικής και Επιδημιολογίας στη Σχολή Chan, εκ των επικεφαλής της μελέτης. Τα ευρήματα, πρόσθεσε, έχουν δυνητικά μεγάλη σημασία για απασχολούμενους σε θέσεις εργασίας χαμηλών και μεσαίων αποδοχών, οι οποίοι παραδοσιακά έχουν μικρότερο έλεγχο του προγράμματος και των απαιτήσεων της δουλειάς, ενώ υπόκεινται σε μεγαλύτερες ανισότητες στην υγεία.
Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές του Δικτύου για την Εργασία, την Οικογένεια και την Υγεία (Work, Family & Health Network – WFHN) μια διεπιστημονική ομάδα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) για την καλύτερη κατανόηση του πώς διάφορες πολιτικές που εφαρμόζονται στην εργασία μπορούν να επηρεάσουν την αποδοτικότητα, την οικογενειακή ζωή και τη συνολική υγεία των εργαζομένων.
Στην προκείμενη έρευνα, οι παρεμβάσεις έλαβαν τη μορφή μετεκπαίδευσης των προϊστάμενων για τη σημασία της κατανόησης και υποστήριξης των υπαλλήλων σε σχέση με την οικογενειακή και προσωπική τους ζωής, καθώς και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για εργαζόμενους και εργοδότες/προϊστάμενους ώστε να βρουν από κοινού τις λύσεις για μεγαλύτερο έλεγχο του προγράμματος και καθηκόντων στο πλαίσιο της δουλειάς. Επρόκειτο για 55 υψηλόμισθους άνδρες και γυναίκες από μια εταιρεία πληροφορικής και 973 χαμηλόμισθες γυναίκες από μια εταιρεία υπηρεσιών μακροχρόνιας φροντίδας.
Ποιοι ωφελούνται από την παρέμβαση
Οι 1.528 εργαζόμενοι υποβλήθηκαν σε μετρήσεις σχετικά με τη συστολική αρτηριακή πίεση, τον δείκτη μάζας σώματος, τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, το κάπνισμα, την HDL χοληστερόλη και την ολική χοληστερόλη στην αρχή της μελέτης και ξανά 12 μήνες. Με βάση τις τιμές, οι ερευνητές διαμόρφωσαν μια βαθμολογική κλίμακα καρδιομεταβολικού κινδύνου για κάθε εργαζόμενο, με το υψηλότερο σκορ να υποδηλώνει μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου εντός της δεκαετίας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η παρέμβαση δεν επηρέασε τον καρδιομεταβολικό κίνδυνο για όλους τους εργαζόμενους. Ωστόσο, παρατηρήθηκαν μειώσεις στο καρδιομεταβολικό σκορ εργαζομένων που είχαν εξ αρχής υψηλότερες βαθμολογίες καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 5,5 χρόνια αλλαγών σχετιζόμενων με την ηλικία για τους υπαλλήλους της εταιρείας πληροφορικής και 10,3 χρόνια για τις υπαλλήλους παροχής μακροχρόνιας φροντίδας.
Η ηλικία αποδείχθηκε παράγοντας-κλειδί, με τη μείωση του σκορ εντονότερη σε εργαζόμενους άνω των 45 ετών και υψηλότερη αρχική βαθμολογία καρδιομεταβολικού κινδύνου
«Η παρέμβαση σχεδιάστηκε με στόχο να αλλάξει συν τω χρόνω την εργασιακή κουλτούρα ώστε να αμβλυνθεί η σύγκρουση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής των εργαζομένων και να βελτιωθεί εν τέλει η υγεία τους» δήλωσε έτερος επικεφαλής ερευνητήες Orfeu Buxton, καθηγητής Βιοσυμπεριφοράς Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Διαβάστε επίσης:
Η νόσος εξαιτίας της οποίας μπορεί να απολυθείτε από τη δουλειά σας
Τρεις στους τέσσερις θέλουν να πάνε άρρωστοι στη δουλειά – Μα τι σκέφτονται; Τι θέλουν να αποδείξουν