Η… δυσανεξία στη χαρά και την ευτυχία είναι ψυχολογικό φαινόμενο που διερευνάται χρόνια, από τις απαρχές της επιστήμης ψυχολογίας. Υπάρχουν άραγε συγκεκριμένοι λόγοι που πιστεύουμε ότι ευτυχία και η ευδαιμονία «είναι απλά μακρινές χίμαιρες», μια «αυταπάτη», όπως τις χαρακτήριζε ο μέγας πεισιμιστής Άρτουρ Σοπενχάουερ; Πώς δηλαδή γίνεται, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι το ανθρώπινο είδος αποζητούσε πάντα την ευχαρίστηση, τα πράγματα που φέρνουν χαρά να γίνονται και αυτά που προσπαθούμε κυρίως να αποφύγουμε;
Τον τελευταίο προβληματισμό αναπτύσσει σε πρόσφατο άρθρο της η Δρ MaryCatherine McDonald, αναζητώντας τις αιτίες πίσω από αυτό που η συγγραφέας και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον, Μπρενέ Μπράουν, έχει ονομάσει «φόβο της χαράς», τον φόβο δηλαδή απέναντι στις καλές ειδήσεις, τις υπέροχες στιγμές και τη ευδαιμονία.
«Μια πιθανή εξήγηση είναι το τραύμα: μια αφόρητη συναισθηματική εμπειρία που νοηματοδοτεί ανεξίτηλα τον κόσμο σας» αναφέρει η Δρ McDonald, απαριθμώντας επτά λόγους για τους οποίους μπορεί κάποιος αποφεύγει τη χαρά και κάθε άλλο θετικό συναίσθημα:
1. Υπερ-επιφυλακτικότητα
Οι άνθρωποι που φέρουν τραύμα γίνονται συχνά επιφυλακτικοί και παγιδεύονται σε μια κατάσταση υπερ-επαγρύπνησης, μια κατάσταση έντονη κατά την οποία περνούν όλα και όλοι από «κόσκινο» ως δυνητικές απειλές, ακόμη και αν βρίσκονται σε ασφαλές περιβάλλον όπως το σπίτι. Αν ο κόσμος φαίνεται ένα επικίνδυνο μέρος μετά το τραυματικό συμβάν, μια κατάσταση που επιβάλλει την επιφυλακτικότητα, και η χαρά είναι το αίσθημα που μειώνει αυτομάτως τον φόβο, τότε η τελευταία δεν έχει θέση καθώς τους καθιστά ευάλωτους.
2. Συναισθηματικό μούδιασμα (Παγωμένο συναίσθημα)
Προκειμένου να διαχειριστούν το έντονο συναισθηματικό φορτίο ενός τραύματος, πολλοί άνθρωποι θα επιλέξουν να «παγώσουν» τα αισθήματά τους, πέφτοντας όμως σε μια παγίδα: καθώς το πάγωμα αυτό δεν μπορεί να γίνει επιλεκτικά, καταλήγουν να νεκρώνουν το σύνολο των συναισθημάτων τους, μαζί και των θετικών και ευχάριστων.
3. Συναισθηματική σύγχυση
Το τραύμα μπορεί να διαταράξει την ικανότητα του ατόμου να ερμηνεύει σωστά τα συναισθήματά του και να ανταποκρίνεται σε αυτά. Ακόμη και αν είναι θετικό, το έντονο συναίσθημα μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση, οπότε ακόμη και αυτό αποτελεί κίνδυνο.
4. Φόβος της απώλειας
Η εμπειρία του τραύματος αναδεικνύει την επισφάλεια της χαράς. Αφού λοιπόν κάτι ευχάριστο είναι πολύ πιθανόν να εξανεμιστεί, τότε είναι καλύτερο να μην αφεθούν ποτέ σε αυτό και να αποφύγουν το σενάριο της επώδυνης απώλειας. Με τα λόγια της Δρ McDonald «προχωράμε με την προσδοκία του κινδύνου ή της τραγωδίας μόλις βιώσουμε κάτι θετικό, προκειμένου να θωρακιστούμε απέναντι στην πιθανή απώλεια. “Τουλάχιστον”, σκεφτόμαστε, “δεν θα μας πιάσουν απροετοίμαστους αυτή τη φορά”».
5. Συσχετισμός
Όπως συστήνει η ψυχολογική θεωρία της εκμάθησης δια του συσχετισμού, ένα θετικό συναίσθημα που εξελίχθηκε σε τραυματική εμπειρία μπορεί να οδηγήσει το άτομο που βίωσε την κατάσταση σε αναπόφευκτους συνειρμούς και, έτσι, ένα χαρούμενο γεγονός να συνδέεται αυτομάτως με αρνητική εξέλιξη, συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγεται.
6. Ενοχές και ντροπή
Αν και έωλο κατά τη Δ McDonald, όσοι βίωσαν μια τραυματική εμπειρία αισθάνονται συχνά τύψεις ή και ντροπή όταν νιώσουν χαρά. Είναι σαν τις ενοχές που νιώθουν όσοι επέζησαν μιας τραγωδίας έναντι όσων δεν τα κατάφεραν, το αίσθημα που έρχεται συχνά προς το τέλος του πένθους, όταν πλέον η ζωή δείχνει ότι πρέπει να συνεχίσεις και να αφήσεις πίσω τα αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν.
7. Αυτοεκτίμηση
Το τραύμα μπορεί να επηρεάσει βαθιά την αυτοεκτίμηση του ατόμου και να προκαλέσει κρίση ταυτότητας. Πρόκειται για ένα συχνό επακόλουθο του τραυματικού γεγονότος, κατά το οποίο τα άτομα πείθουν τους αυτούς τους ότι είναι πλέον κατεστραμμένοι, «χαλασμένοι». Έτσι, δυσκολεύονται να ενστερνιστούν την εμπειρία της χαράς, επειδή την αισθάνονται σαν κάτι που κανονικά δεν δικαιούνται.
Πώς επιστρέφει το δικαίωμα στη χαρά
Ως ψυχοθεραπεύτρια, η Δρ McDonald συστήνει στους πελάτες της μικρές δόσεις χαράς και ευχαρίστησης, όσο μια σαπουνόφουσκα, ώστε να μπορέσουν ξανά να αφεθούν στα θετικά συναισθήματα χωρίς υποστούν «σοκ». Η μέθοδός της βασίζεται στη θεωρία του ψυχοθεραπευτή Peter Levine για την επούλωση του τραύματος μέσα από τις «κινήσεις ενός εκκρεμούς» (pendulation), μια διαδικασία ταλάντωσης ανάμεσα στο τραύμα και τη θεραπεία που επιτρέπει τη σταδιακή εξερεύνηση των οδυνηρών αισθημάτων γίνεται σε μικρές, διαχειρίσιμες δόσεις, ώστε το νευρικό σύστημα να προλαβαίνει να επεξεργάζεται το υλικό χωρίς να παθαίνει «υπερφόρτωση».