Η αφόρητη ζέστη κόστισε το καλοκαίρι του 2022 τη ζωή σε χιλιάδες άτομα στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με τους ηλικιωμένους να αποτελούν τα περισσότερα θύματα, σύμφωνα με δεδομένα που δημοσιεύθηκαν στις 10 Ιουλίου 2023 στο ιατρικό περιοδικό Nature Medicine.
Οι ερευνητές εξέτασαν τους θανάτους από κάθε αιτία στην βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (EUROSTAT), καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι καύσωνες του 2022 κόστισαν τη ζωή σε 61.672 Ευρωπαίους σε 35 χώρες. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν πάνω από 2.700 άτομα στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειονότητα από τους οποίους (πάνω από 2.200) είχαν ηλικία 80 ετών και άνω! Άλλοι 320 ήταν 65-79 ετών. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών αποτελούσαν τα τρία τέταρτα των θυμάτων.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι αν δεν γίνει κάτι για να αναχαιτιστεί η κλιματική αλλαγή, οι θάνατοι στην Ευρώπη από τη ζέστη θα αυξηθούν κατά μέσο όρο σε πάνω από 68.000 τον χρόνο μέχρι το 2030, σε πάνω από 94.000 έως το 2040 και σε πάνω από 120.000 τον χρόνο μέχρι το 2050!
«Η ζέστη μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό, ειδικά στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού στις οποίες ανήκουν οι ηλικιωμένοι», επισημαίνει η Ειδική Παθολόγος δρ Χρυσούλα Λιάκου, MD, PhD. «Καθώς ο πλανήτης υπερθερμαίνεται και ο πληθυσμός γερνάει, οι απώλειες λόγω ζέστης μεταξύ των ηλικιωμένων αναμένεται να αυξηθούν».
Τι είναι όμως αυτό που μας καθιστά τόσο ευάλωτους στις υψηλές θερμοκρασίες καθώς μεγαλώνουμε; «Η ιατρική έρευνα έχει δείξει πως είναι πολλοί οι βιολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες που παίζουν ρόλο», απαντά η δρ Λιάκου. «Αφενός ο οργανισμός των ηλικιωμένων δεν προσαρμόζεται καλά στη ζέστη, αφετέρου είναι πιθανότερο να πάσχουν από χρόνια προβλήματα υγείας και να λαμβάνουν φάρμακα που αυξάνουν την ευαισθησία στις υψηλές θερμοκρασίες».
Ακόμα και οι υγιείς ηλικιωμένοι δυσκολεύονται όταν κάνει πολλή ζέστη, διότι με την πάροδο του χρόνου φθίνει το κέντρο ρύθμισης της σωματικής θερμοκρασίας στον εγκέφαλο. «Όπως ο θερμοστάτης ρυθμίζει τη θερμοκρασία στα σπίτια μας, έτσι και ο υποθάλαμος του εγκεφάλου ρυθμίζει τη σωματική θερμοκρασία. Αναλόγως με τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ερεθίσματα που λαμβάνει, κάνει τις απαιτούμενες προσαρμογές για να διατηρεί τη σωματική θερμοκρασία κοντά στους φυσιολογικούς 36,7 έως 37 βαθμούς Κελσίου. Η ευαισθησία του στα ερεθίσματα, όμως, μειώνεται με την ηλικία και έτσι ελαττώνεται η ικανότητά του να ρυθμίζει καλά τη θερμοκρασία μας» εξηγεί η ειδικός.
Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι συχνά δυσκολεύονται να αντιληφθούν αν κάνει πολλή ζέστη ή αν είναι αφυδατωμένοι, ακόμα κι αν δεν πάσχουν από προβλήματα υγείας. Το σώμα τους κατακρατά επίσης περισσότερη θερμότητα απ’ όση όταν ήταν νέοι και οι ιδρωτοποιοί αδένες τους εκκρίνουν λιγότερο ιδρώτα.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η κυκλοφορία του αίματός τους είναι πιο αργή, με συνέπεια να εξωθείται λιγότερη θερμότητα στην επιφάνεια του δέρματος, για να αποβληθεί από τα αιμοφόρα αγγεία. Ουσιαστικά όλα τα συστήματα που συμμετέχουν στη ρύθμιση της σωματικής θερμοκρασίας, από το καρδιαγγειακό μέχρι το ανοσοποιητικό, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στην έντονη ζέστη. Και αν ο ηλικιωμένος έχει ταυτοχρόνως έκπτωση των νοητικών λειτουργιών του, τότε η κατάσταση επιδεινώνεται.
Και μετά, είναι τα νοσήματα που αυξάνουν τη δυσανεξία στη ζέστη, επηρεάζοντας τις φυσιολογικές αντιδράσεις του οργανισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η καρδιοπάθεια, η νεφρική νόσος, ο υπερθυρεοειδισμός, η νόσος Graves, η πολλαπλή σκλήρυνση, ακόμα και η παχυσαρκία, οι ψυχικές διαταραχές και οι ουρολοιμώξεις.
Όσον αφορά τα φάρμακα, πολλά είναι εκείνα που μπορεί να επηρεάσουν την εφίδρωση ή τους φυσικούς θερμορυθμιστικούς μηχανισμούς. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά, διάφορα φάρμακα για την καρδιά και πολλά άλλα.
«Ακόμα και η αύξηση της έντασης και της διάρκειας του καύσωνα παίζει ρόλο, αφού όσο περισσότερο αυξάνονται οι θερμοκρασίες της νύχτας, τόσο λιγότερες ευκαιρίες έχει ο οργανισμός να ανακάμψει μετά τη δύση του ηλίου», τονίζει η δρ Λιάκου. «Πόσο μάλλον που δεν χρειάζεται να φτάσει η περιβαλλοντική θερμοκρασία στους 40 βαθμούς για να αντιμετωπίσει πρόβλημα ένας ηλικιωμένος. Βλέπουμε πολλά περιστατικά με προβλήματα στην ενυδάτωση, τον ύπνο και με νοητική έκπτωση ακόμα και στους 30-35 βαθμούς».
Ευτυχώς, η νοσηρότητα και η θνησιμότητα από τη ζέστη μπορούν να αποτραπούν σε σημαντικό βαθμό. Σε περιόδους καύσωνα, οι ηλικιωμένοι πρέπει κατ’ αρχάς να επικοινωνούν με τον γιατρό τους, για να μάθουν αν τυχόν τα φάρμακα ή το πρόβλημα υγείας τους αυξάνουν την ευπάθειά τους στη ζέστη.
Πρέπει επίσης να μένουν όσο το δυνατόν περισσότερο σε κλιματιζόμενους χώρους και όχι να βασίζονται στους ανεμιστήρες για να δροσίζονται. Όσοι δεν έχουν λειτουργικό κλιματιστικό στο σπίτι, καλό είναι να περνούν την ημέρα τους σε άλλο χώρο (π.χ. του Δήμου τους, στα ΚΑΠΗ) με κλιματισμό.
Απαραίτητο είναι να πίνουν περισσότερο νερό απ’ όσο συνήθως, χωρίς να περιμένουν να διψάσουν. Αν νιώσουν δίψα, σημαίνει πως ήδη είναι αφυδατωμένοι. Να ρωτήσουν τον γιατρό τους πόσα ακριβώς υγρά χρειάζονται και τι άλλο να προσέξουν στη διατροφή τους.
Κατά τον καύσωνα, πρέπει να αποφύγουν το μαγείρεμα στο σπίτι τους. Πρέπει επίσης να φορούν ελαφρά, ανοικτόχρωμα ρούχα, να κάνουν συχνά δροσερά ντους και να αναπαύονται όσο περισσότερο μπορούν. Πολύ σημαντικό είναι να τους ελέγχει κάποιο νεότερο άτομο και να κάνει τις εξωτερικές δουλειές αντί γι’ αυτούς (π.χ. τα ψώνια της ημέρας).
Αν, τέλος, εκδηλώσουν συμπτώματα θερμικής εξάντλησης, πρέπει αμέσως να ζητήσουν βοήθεια. Η θερμική εξάντληση εκδηλώνεται λόγω της υπερβολικής έκθεσης στις υψηλές θερμοκρασίες και την σημαντική απώλεια υγρών και ηλεκτρολυτών μέσω της εφίδρωσης.
«Έχει ζωτική σημασία να αντιμετωπίζεται αμέσως, διότι μπορεί να εξελιχθεί σε θερμοπληξία, που είναι επείγον περιστατικό, απειλητικό για τη ζωή», προειδοποιεί η δρ Λιάκου. «Τα ύποπτα συμπτώματα της εξάντλησης είναι ζάλη, θολωμένη όραση, πονοκέφαλος, μέτρια αύξηση της σωματικής θερμοκρασίας (συνήθως πάνω από 37,7), κόπωση ή αδυναμία, ναυτία, έντονη εφίδρωση, έντονη δίψα, γρήγορη αναπνοή και ταχυκαρδία. Ένας ασθενής μπορεί να έχει ένα ή πολλά από αυτά τα συμπτώματα».
Σε τέτοια περίπτωση, ο ασθενής πρέπει να μεταφερθεί αμέσως σε δροσερό χώρο, να του αφαιρεθούν τα περιττά ρούχα και να τοποθετηθούν κρύες κομπρέσες στο μέτωπο, τις μασχάλες, τον αυχένα ή/και στο εσωτερικό των χεριών. Πρέπει επίσης να πίνει δροσερό νερό με μικρές γουλιές.
«Αν τα συμπτώματα δεν παρουσιάζουν βελτίωση μετά από 30 λεπτά ανάπαυσης, αναπλήρωσης των υγρών και δροσίσματος, καλέστε ένα ασθενοφόρο», καταλήγει η δρ Λιάκου.