Τα κλιμακτηριακά συμπτώματα (όπως οι νυχτερινές εφιδρώσεις, οι εξάψεις και η κολπική ξηρότητα) είναι ιδιαίτερα συνήθη κατά την περιεμμηνόπαυση και μετά την εμμηνόπαυση. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης χρησιμοποιείται παραδοσιακά εμφανίζοντας πολύ υψηλή αποτελεσματικότητα. Παρόλα αυτά, λόγω των πιθανών παρενεργειών της, το ενδιαφέρον των γυναικών συχνά στρέφεται σε εναλλακτικές θε ραπείες, όπως είναι τα συμπληρώματα διατροφής με φυτοοιστρογόνα.
Τα φυτοοιστρογόνα είναι φυσικές ουσίες που προέρχονται από φυτά και διαθέτουν δράση παρόμοια με την οιστραδιόλη, η δομή τους όμως δεν είναι απαραιτήτως ίδια με αυτή. Υπάρχουν 4 κύριες κατηγορίες φυτοοιστρογόνων: οι κουμεστάνες, οι λιγνάνες, οι στιλβένες, και οι ισοφλαβόνες που είναι οι συχνότερα χρησιμοποιούμενες για τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα. Οι ισοφλαβόνες ανήκουν σε μια ευρύτερη οικογένεια φυσικών ουσιών που ονομάζονται φλαβονοείδη και οι πιο γνωστές είναι η genistein και η daizdein. Στην ανθρώπινη διατροφή, κυριότερες πηγές τους είναι λαχανικά όπως το κόκκινο τριφύλλι, τα ρεβύθια, η σόγια και η αλφάλφα. Τα φυτοοιστρογόνα κυκλοφορούν στην αγορά ως εκχυλίσματα, συμπληρώματα διατροφής ή τρόφιμα. Συμπληρώματα διατροφής με φυτοοιστρογόνα αποτελούν μεταξύ άλλων σκευάσματα που περιέχουν αγγελική (angelica sinensis), έλαιο νυχτολούλουδου levening primrose oil, oenothera biennis), black cohosh (cimicifuga racemosa), βασιλικό πολτό, φασκόμηλο (Salvia officinalis), σόγια, κόκκινo τριφύλλι (Trifolium pratense).
Τα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν βελτίωση των εξάψεων και της κολπικής ξηρότητας με τη χρήση σκευασμάτων φυτοοιστρογόνων, η οποία όμως είναι μικρότερη σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της ορμονικής θεραπείας. Επιπλέον, η ασφάλεια των φυτοοιστρογόνων δεν είναι πλήρως αποδεδειγμένη, αν και υπάρχουν δεδομένα που συνηγορούν υπέρ της ουδέτερης δράσης τους στη μήτρα και στον μαστό
Αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας
Αναφορικά με την υπερλιπιδαιμία, που συχνά είναι επακόλουθο της αρμονικής αλλαγής που εμφανίζεται κατά την εμμηνόπαυση, πέραν μια ισορροπημένης διατροφής και της γυμναστικής, υπάρχουν διάφορα φυτικά σκευάσματα που μπορούν να βοηθήσουν. Οι φυτοστερόλες είναι μια κατηγορία ουσιών που αποτελούν συστατικά ορισμένων φυτών. Οι οποίες χορηγούνται για την αντιμετώπιση της υπερχοληστερολαιμίας. Οι πιο συχνές στη φύση είναι οι κορεσμένες αποστανόλη και καμπεστα πόλη, αλλά και οι πολυακόρεστες σιτοστερόλη, καμπεστερόλη και στην μαστερόλη. Οι φυτοστερόλες φαίνεται να είναι αποτελεσματικές στην αναστολή της εντερικής απορρόφησης της διατροφικής χοληστερόλης δρώντας επίσης στον κλασικό μηχανισμό έντερο-ηπατικής ανακυκλοφο ρίας. Με αυτόν τον τρόπο, βελτιώνουν το λιπιδαιμικό προφίλ, μειώνοντας την ολική χοληστερόλη αλλά και την LDL χοληστερόλη, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται το προφίλ της HDL-χοληστερόλης στο αίμα.
Στη φαρέτρα των συμπληρωμάτων διατροφής κατά της υπερχοληστερο λαιμίας ανευρίσκονται και οι φυτικές στατίνες. Οι στατίνες υπάρχουν στη φύση και παράγονται από ορισμένους μύκητες. Η πιο γνωστή περιέχεται στο εκχύλισμα κόκκινου ρυζιού (red yeast nicel και ονομάζεται Μονο κολίνη Κ, η οποία λαμβάνεται από τη ζύμωση κόκκινου ρυζιού από τον μύκητα Monascus Ρυτουτούς. Η Μονακολίνη Κ έχει την ικανότητα να ανα στέλλει την αναγωγάση HMG-CoA ένα βασικό ένζυμο στη βιοσύνθεση της χοληστερόλης
Συχνά οι φυτοστερόλες συγχέονται με τις φυτικές στατίνες, αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί λάθος, όχι μόνο ως προς τον μηχανισμό δράσης τους αλλά και ως προς τον τρόπο χορήγησής τους και ως προς τις γενικές προφυλάξεις και αντενδείξεις. Η κύρια διαφορά μεταξύ των φυτικών στερολών και των στατινών είναι ότι οι φυτικές στερόλες εμποδίζουν τον οργανισμό να απορροφήσει τη χοληστερόλη, ενώ οι φυτικές στατίνες μειώνουν τα επίπεδα χοληστερόλης μειώνοντας την ποσότητα της 101 χοληστερόλης που παράγεται από το ήπαρ. Παράλληλα, οι φυτικές στατίνες, όπως και οι συνθετικές, αναστέλλοντας την αναγωγάση HMG-CoA, μειώνουν και τη σύνθεση ενός καίριου συνενζύμου (συνένζυμο Q10) για την ομαλή λειτουργία και υγεία των μυών. Για αυτόν τον λόγο, τα συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν φυτικές στατίνες, σχεδόν πάντα συνοδεύονται από συνένζυμο Q10 ή ουμπικινόνη (την ενεργό μορφή του συνενζύμου Q10) Οι φυτικές στατίνες αντενδείκνυνται σε άτομα με μυοπάθειες και με ηπατικά νοσήματα
Αντιμετώπιση του άγχους
Τα συμπληρώματα διατροφής μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση του ύπνου, της διάθεσης και στη μείωση του άγχους, που σε πολύ μεγάλο ποσοστό επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των εμμηνοπαυσιακών γυναικών Η Βαλεριάνα (Valeriana officinalis) παρουσιάζει αγχολυτικές ιδιότητες στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ή ΚΝΣ), που ασκούνται από τα ιριδοειδή της valepatriates και από ορισμένα συστατικά του αιθέριου ελαίου της βαλεριάνας, όπως το βαλερενικό οξύ και η βαλερενάλη. Οι ενώσεις αυτές που περιέχονται στη βαλεριάνα, εμποδίζουν την αποικοδόμηση του γ – αμινοβουτυρικού οξέος (GABA), ενός παράγοντα που μειώνει τα επίπεδα του στρες στον οργανισμό.
Η Πασιφλόρα (Passiflora incarnata) είναι ένα ακόμα βότανο που χρησιμοποιείται για τις ηρεμιστικές ιδιότητές της και βοηθά στην καταπολέμηση του αγχώδους συνδρόμου στην εμμηνόπαυση, το οποίο χαρακτηρίζεται από ανησυχία, αϋπνία, ταχυκαρδία ή δύσπνοια. Τα δραστικά συστατικά που είναι υπεύθυνα για την καταπραϋντική και αγχολυτική δράση ανήκουν στην ομάδα των φλαβονοειδών.
Ο Λυκίσκος (Humulus lupulus) χαρακτηρίζεται από ηρεμιστικές ιδιότητες που αξιοποιούνται για την αντιμετώπιση των καταστάσεων άγχους, της ανησυχίας και της αϋπνίας. Υπεύθυνες για την ηρεμιστική δράση του λυκίσκου φαίνεται να είναι η λουπουλόνη και η ουμουλόνη. Το φυτό αυτό περιέχει και φυτοοιστρογόνα και έτσι μπορεί να βοηθήσει ταυτόχρονα και στη μείωση ορισμένων συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης.
Άλλα δύο βότανα που βοηθούν στη βελτίωση του ύπνου και μειώνουν το άγχος είναι ο Κράταιγος (Crataegus oxyacanthal μέσω των φλαβο νοειδών και προανθοκυανιδινών και η Ροδιόλα (Rhodiolarosea) μέσω των δραστικών συστατικών της (φλαβονοειδών, οργανικών οξέων, γλυκασιδών), που βελτιώνουν τη διάθεση και την πνευματική διαύγεια, ενώ μειώνουν το στρες και τη σωματική κόπωση.
Το Υπερικό (Hypericum perforatum) ή όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το βαλσαμόχορτο, είναι ένα βότανο με ήπια αντικαταθλιπτική και αγχολυτική δράση. Η αγχολυτική δράση ασκείται μέσω της ενεργοποίησης του υποδοχέα των βενζοδιαζεπινών, ενώ η αντικαταθλιπτική δράση ασκείται μέσω διαφόρων μηχανισμών που περιλαμβάνουν την αναστολή της επαναπρόσληψης νοραδρεναλίνης, την αναστολή ορισμένων τύπων υποδοχέων σεροτονίνης και ντοπαμίνης και την αναστολή της προσυναπτικής επαναπρόσληψης GABA. Αυτές οι ιδιότητες φαίνεται να αποδίδονται σε μια συνεργιστική ή αθροιστική δράση που ασκείται από διάφορα μόρια που περιέχονται στο εκχύλισμα υπερικού, όπως η υπερφορίνη, η υπερική της, η αμεντοφλαβόνη και η ρουτίνη
Ωστόσο, όλα αυτά τα βότανα, με ιδιαίτερη έμφαση στο υπερικό, θα πρέπει να προσλαμβάνονται με ιδιαίτερη προσοχή και έπειτα από τη συμβουλή ιατρού ή φαρμακοποιού, καθώς μπορούν να αλληλεπιδράσουν με άλλα φάρμακα ή ουσίες (ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά, ανοσοκατασταλτικά, αντισυλληπτικά, αντιπηκτικά, αλκοόλ) και η συγχορήγηση μπορεί να αποβεί επικίνδυνη
Είναι άξιο αναφοράς ότι παρότι πολλά από τα προαναφερθέντα βότανα μπορούν να βρεθούν στην αγορά αποξηραμένα ή μη και σε μορφή αφεψήματος, μόνο οι τιτλοδοτημένες μορφές (κάψουλες, δισκία, βάμματα) μπορούν να αποδώσουν τις θεραπευτικές ιδιότητες που αναλύθηκαν, διότι μόνο τότε μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι χρησιμοποιήθηκε η σωστή δρόγη (μέρος του φυτού που ασκεί τη θεραπευτική ιδιότητα), ότι το φυτό καλλιεργήθηκε σε σωστές συνθήκες για να συνθέσει τα δραστικά μόρια που είναι υπεύθυνα για τη θεραπευτική δράση της δρόγης και ότι η δρόγη απομονώθηκε, υποβλήθηκε σε επεξεργασία και αποθηκεύτηκε με τον σωστό τρόπο, έτσι ώστε να απομονωθούν και να σταθεροποιηθούν τα δραστικά μόρια της δρόγης, για να μπορούν να ασκήσουν τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Συμπερασματικά, τα συμπληρώματα διατροφής μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων, στη μείωση των λιπιδίων στο αίμα ή στη μείωση των συμπτωμάτων άγχους. Η όποια δράση τους όμως είναι ήπια και σαφώς μικρότερη από τη δράση της αντίστοιχης φαρμακευτικής αγωγής. Η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής είναι καλό να γίνεται με τη συμβουλή του γιατρού ή του διατροφολόγου, για να αποφευχθεί η άσκοπη και κάποιες φορές επικίνδυνη χρήση.