Σε ένα, λοιπόν, καινούριο άρθρο της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας υποστηρίζεται ότι βάση ερευνών δομημένου ερωτηματολογίου αποδεικνύεται ότι όταν κάτι βγαίνει εκτός πλαισίου, όταν κάτι υπερβαίνει την αντίληψη που έχουν οι άλλοι για εμάς ή βλάπτουν την προσωπική μας φήμη όχι λόγω ανεπάρκειας αλλά υπερεπάρκειας, τότε μπορεί να πούμε ένα ψέμα για να ευθυγραμμιστούμε με αυτό που έχουν ως αντίληψη οι άλλοι. Να το δούμε λίγο πιο πρακτικά:
Σε ένα πείραμα με 115 δικηγόρους στο Ισραήλ, δόθηκε στους συμμετέχοντες το υποθετικό σενάριο ότι για μία υπόθεση είχαν εργαστεί 60 ή 90 ώρες (στην ομάδα Α και Β αντιστοίχως). Εννοείται πώς ο πελάτης δεν θα μπορούσε να ξέρει πόσες ώρες δαπανήθηκαν πραγματικά για την υπόθεση και οι μισοί από τους δικηγόρους θα μπορούσαν να ισχυριστούν ό,τι ήθελαν. Όταν ερωτήθηκαν, εκείνοι που υποθετικά είχαν εργαστεί 60 ώρες ανέφεραν κατά μέσο όρο 62,5 ώρες, φουσκώνοντας κάπως τις ώρες τους. Αλλά το ενδιαφέρον δεν είναι εδώ. Η ουσία είναι ότι στην ομάδα των 90 ωρών, οι δικηγόροι ανέφεραν κατά μέσο όρο 88 ώρες, λιγότερο δηλαδή από όσο είχαν εργαστεί. Όταν οι τελευταίοι ρωτήθηκαν γιατί το έκαναν αυτό, είπαν ότι επειδή ανησυχούν μήπως ο πελάτης θεωρήσει ότι είχε εξαπατηθεί.
Σε ένα άλλο σχετικό πείραμα, που έγινε στις ΗΠΑ αυτή τη φορά, στους συμμετέχοντες δόθηκε το σενάριο ότι εργάζονταν σε μια εταιρεία που απαιτούσε πολλά ταξίδια εργασίας, όμως η εταιρεία δεχόταν να πληρώσει οδοιπορικά μόνο μέχρι 400 μίλια. Στην πρώτη ομάδα ειπώθηκε ότι είχαν διανύσει 300 μίλια, ενώ στη δεύτερη 400. Κατόπιν ερωτήθηκαν πόσα οδοιπορικά θα αιτηθούν. Η πρώτη ομάδα ήταν σχεδόν απόλυτα σωστή δηλώνοντας έναν μέσο όρο 301 μιλίων. Το ενδιαφέρον και εδώ ήταν η δεύτερη ομάδα, που δήλωσε κατά μέσο όρο 384 μίλια.
Τα ευρήματα λοιπόν δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν υψηλά αποτελέσματα από μια κατάσταση, αναμένουν τις ύποπτες αντιδράσεις των άλλων και προτιμούν να ψεύδονται και να φαίνονται ειλικρινείς, παρά να λένε την αλήθεια και να εμφανίζονται ως εγωιστές ψεύτες. Πάει, χάλασε ο κόσμος!