Τα πρόσθετα σάκχαρα, στα οποία βρίθουν τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα ενδεχομένως να ευθύνονται για μεταβολικές, φλεγμονώδεις και νευροβιολογικές διεργασίες που συνδέονται με την κατάθλιψη, υποστηρίζει μελέτη ομάδας κλινικών ψυχολόγων του Πανεπιστημίου του Κάνσας.
Οι ερευνητές κατέληξαν στον παραπάνω συσχετισμό αναλύοντας ένα ευρύ φάσμα μελετών σχετικά με τις σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες της κατανάλωσης πρόσθετων σακχάρων, παρομοιάζοντάς την με την κατάχρηση αλκοόλ.
«Υπάρχουν στοιχεία πως μια συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλ την ημέρα είναι ασφαλής και μπορεί να έχει οφέλη για μερικούς ανθρώπους. Τα αλκοολούχα ποτά είναι θερμίδες, καθαρή ενέργεια, μη-θρεπτικά και πολύ τοξικά σε μεγάλες ποσότητες», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη.
Τα σάκχαρα, τα οποία έχουν παρεμφερή φύση με το αλκοόλ, πρέπει να αποφεύγονται από τα άτομα με κατάθλιψη και να αντικαθίστανται από μια υγιεινή διατροφή.
«Σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα ηλιοφάνειας τον χειμώνα, η υψηλή κατανάλωση ζάχαρης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και σε σημαντικό βαθμό την ψυχική υγεία», υπογραμμίζουν οι ερευνητές.
«Για πολλούς ανθρώπους, η μειωμένη έκθεση στο ηλιακό φως κατά τη διάρκεια του χειμώνα επηρεάζει τους βιολογικούς τους ρυθμούς, οδηγώντας ένα ποσοστό 5 – 10% του πληθυσμού να εκδηλώσει επεισόδια κλινικής κατάθλιψης», εξηγεί ο Stephen Ilardi, αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας του αμερικανικού πανεπιστημίου. Επιπλέον, αυτά τα συμπτώματα της «χειμερινής κατάθλιψης», ενδεχομένως να οδηγούν τους ανθρώπους σε κατανάλωση ολοένα περισσότερων γλυκισμάτων.
Το κρύο αυξάνει την επιθυμία για ζάχαρη
«Η λαχτάρα για γλυκό είναι σύμπτωμα χειμερινής κατάθλιψης», προσθέτει ο Δρ Ilardi, αναφερόμενος σε ένα ποσοστό τουλάχιστον 30% του πληθυσμού που εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης και ορέγεται συνεχώς υδατάνθρακες.
Ένας βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι πως η ζάχαρη τονώνει τη διάθεση και συνεπώς άτομα με κατάθλιψη καταφεύγουν στα γλυκά για μια προσωρινή λύση. «Τα γλυκά δρουν σαν ναρκωτικά», εξηγεί ο ερευνητής και, «έχουν άμεση επίδραση στη διάθεση αλλά, σε μεγάλες ποσότητες, μπορούν να έχουν ολέθριες συνέπειες για την διάθεση ατόμου, όπως σταδιακή απώλεια της χαράς, αύξηση της σωματικής φλεγμονής και του σωματικού βάρους».
Πώς η κατανάλωση ζάχαρης συνδέεται με την κατάθλιψη
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η εσωτερική φλεγμονή, αποτέλεσμα μιας διατροφής υψηλής σε σάκχαρα, σχετίζεται με την ψυχική υγεία και τα καταθλιπτικά επεισόδια.
«Ένας μεγάλος αριθμών ασθενών με κατάθλιψη έχει υψηλά επίπεδα συστημικής φλεγμονής», εξηγεί ο Δρ. Ilardi. «Όταν σκεφτόμαστε φλεγμονώδεις νόσους, το μυαλό μας πηγαίνει σε παθήσεις όπως ο διαβήτης και η ρευματοειδής αρθρίτιδα – ασθένειες με υψηλό επίπεδο συστημικής φλεγμονής. Δεν κατατάσσουμε την κατάθλιψη στην κατηγορία αυτή, αλλά αποδεικνύεται ότι πραγματικά είναι τέτοια, για το μισό τουλάχιστον του πληθυσμού με κατάθλιψη. Επιπλέον, γνωρίζουμε πως οι φλεγμονώδεις ορμόνες μπορούν να ωθήσουν τον εγκέφαλο σε κατάσταση έντονης κατάθλιψης. Έτσι, ένας ερεθισμένος εγκέφαλος είναι συνήθως ένας εγκέφαλος σε κατάθλιψη και τα πρόσθετα σάκχαρα έχουν μια προ-φλεγμονώδη επίδραση στο σώμα και τον εγκέφαλο».
Οι ερευνητές, διαπίστωσαν επιπλέον συσχετισμό της κατανάλωσης σακχάρων με παθογόνους μικροοργανισμούς στο ανθρώπινο σώμα. «Πέρα από τους ωφέλιμους, υπάρχουν κάποιοι παθογόνοι μικροοργανισμοί, καθαρά παρασιτικοί, οι οποίοι ωφελούνται από την παρουσία των σακχάρων και δύνανται να παράγουν χημικές ουσίες που προκαλούν άγχος, στρες και κατάθλιψη», εξηγεί ο ερευνητής.
Κατά τον Δρ. Ilardi, μια διατροφή, πλούσια σε φυτικά τρόφιμα και ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα θα εξασφάλιζε βέλτιστο ψυχολογικό όφελος.
Όσον αφορά τη ζάχαρη, συνιστά προσοχή καθ ‘όλη τη διάρκεια του έτους -όχι μόνο κατά τις γιορτές-, και ημερήσια κατανάλωση πρόσθετων σακχάρων όχι πάνω από 25 γραμμάρια, σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας.