Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και πολύ καιρό. Συζητήθηκε την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, όταν αθλητές μίλησαν για τη ζωή τους με τη νευροαναπτυξιακή διαταραχή, τραγουδήθηκε από τον Kendrick Lamar έως την Paris Hilton, πρωταγωνίστησε σε αμέτρητα βίντεο στα social media και πλέον προβληματίζει έναν στους τέσσερις ενήλικες, που υποψιάζεται ότι την έχει χωρίς ωστόσο να έχει διαγνωστεί.

Οι πιθανότητες είναι πολλές: εκτιμάται ότι 1 στα 9 παιδιά έχει ΔΕΠΥ, η οποία δεν υποχωρεί με την ενηλικίωση. «Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπολογιζόταν στο 5 με 6%των παιδιών. Στην πράξη, όμως, τα ποσοστά είναι συχνά υψηλότερα. Τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) καταγράφουν αυξημένο επιπολασμό στο 11,4% των παιδιών για το 2022. Το Σουηδικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας αναφέρει ότι το 2022 το 10,5% των αγοριών και το 6% των κοριτσιών διαγνώστηκαν με ΔΕΠΥ, δηλαδή 50% περισσότερο από ό,τι το 2019. Και το συμβούλιο προβλέπει ότι τα ποσοστά θα φτάσουν εν τέλει στο 15% για τα αγόρια και στο 11% για τα κορίτσια» παρατηρεί ο Sven Bölte, Καθηγητής Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής Επιστήμης στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα, παραθέτοντας σε άρθρο του τα πιθανότερα αίτια.

  1. Πολλαπλές διαγνώσεις. «Παλαιότερα, η ψυχιατρική εκτίμηση ενός ατόμου περιοριζόταν στη διάγνωση μίας κυρίαρχης διαταραχής, χωρίς δυνατότητα πολλαπλών διαγνώσεων, π.χ., αυτισμός και ΔΕΠΥ» αναφέρει και σημειώνει πως σήμερα τα κριτήρια έχουν αλλάξει: οι πολλαπλές διαγνώσεις αποτελεί κλειδί για την πλήρη αποτύπωση της ψυχικής υγείας κάθε ατόμου.
  2. Αυξημένη γνώση και ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών. Μια νέα γενιά επαγγελματιών ψυχικής υγείας, με μεγαλύτερη ενημέρωση και γνώση σχετικά με τη ΔΕΠΥ, έχει συμβάλει στη διάγνωση της διαταραχής σε ενήλικες καθώς και άλλες πληθυσμιακές ομάδες που προηγουμένως θεωρούνταν ως χαμηλού κινδύνου, ιδίως γυναίκες και κορίτσια.
  3. Μείωση του στίγματος. Ο στιγματισμός των ατόμων με ΔΕΠΥ έχει εν πολλοίς εξαλειφθεί. «Οι γιατροί έχουν λιγότερες αμφιβολίες σχετικά με τη διάγνωση και τα άτομα που τη λαμβάνουν αισθάνονται λιγότερο στιγματισμένα» σημειώνει ο καθηγητής, παρατηρώντας πως, σήμερα, η διαταραχή γίνεται αντιληπτή ως ένα φυσιολογικό κομμάτι της ταυτότητας των ανθρώπων που την έχουν.
  4. Αυξημένες απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας στις γνωστικές δεξιότητες. «Η ΔΕΠΥ δεν είναι ασθένεια, αλλά μια μη λειτουργική σύνθεση γνωστικών χαρακτηριστικών που στον γενικό πληθυσμό λειτουργούν εύρυθμα, όπως η συγκέντρωση και οι ικανότητες οργάνωσης και αυτορρύθμισης» αναφέρει ο Bölte. Στον γρήγορο και πολύπλοκο κόσμο του σήμερα, όπου οι απαιτήσεις για αυτές τις γνωστικές λειτουργίες είναι αυξημένες, πολλά άτομα που δυσκολεύονται ή αδυνατούν να ανταποκριθούν πιθανώς θα αναζητήσουν τον λόγο και θα λάβουν διάγνωση. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με μαθητές που δυσκολεύονται να συμβαδίσουν με τους γρήγορους ρυθμούς που έφερε η εισαγωγή ψηφιακών και άλλων τεχνολογικών στην εκπαίδευση.
  5. Μεγαλύτερες προσδοκίες για την υγεία και την απόδοση. Οι σύγχρονοι ρυθμοί έχουν αυξήσει τις απαιτήσεις για καλύτερη απόδοση και υγεία, τόσο από τον εαυτό μας όσο και τους άλλους. Κατά τον παραπάνω τρόπο, οι άνθρωποι που προβληματίζονται θα αναζητήσουν ευκολότερα τη βοήθεια κάποιου ειδικού.

Η ΔΕΠΥ στους ενήλικες

Τον περασμένο Οκτώβριο, μήνα αφιερωμένο στη ΔΕΠΥ στις ΗΠΑ, το Πανεπιστήμιο των Συρακουσών συνομίλησε με τον Kevin Antshel, καθηγητή ψυχολογίας και επικεφαλής ερευνητή του ερευνητικού προγράμματος «ADHD Lifespan, Treatment and Education Research» (ΔΕΠΥ Προσδόκιμο ζωής, Θεραπεία και Εκπαιδευτική Έρευνα) του πανεπιστημίου, για τη διαταραχή στους ενήλικες και τα σημάδια που πιθανώς υποδεικνύουν την παρουσία της. «Προτείνω η λειτουργικότητα, όχι τα συμπτώματα, να καθοδηγούν τις όποιες εκτιμήσεις αξιολόγησης. Με άλλα λόγια, αν ένας ενήλικας είναι ανήσυχος και δυσκολεύεται να φέρει εις πέρας διάφορες εργασίες, αλλά είναι λειτουργικός, δεν βλέπω την ανάγκη για αξιολόγηση. Ωστόσο, εάν αυτά τα συμπτώματα παρεμποδίζουν τη αντιληπτή λειτουργικότητά του (και/ή άλλοι γύρω του έχουν υποδείξει κάτι τέτοιο), τότε θα άξιζε η αξιολόγηση» ανέφερε.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι η ΔΕΠΥ αποτελεί μια χρόνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από δυσκολία συγκέντρωσης, ανησυχία και παρορμητική συμπεριφορά. «Αν δεν αντιμετωπιστεί, η ΔΕΠΥ μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη σωματική και ψυχική υγεία σε όλη τη ζωή του ατόμου, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, χρόνιο στρες, κόπωση και υψηλότερο κίνδυνο κατάχρησης ουσιών» επεσήμανε,

Για τις αυξημένες διαγνώσεις στον ενήλικο πληθυσμό, o καθηγητής αναφέρει: «[Η αύξηση του επιπολασμού] οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της πανδημίας (όπως και τα παιδιά, πολλοί ενήλικες διαγιγνώσκονται όταν αναζητούν εκτίμηση ειδικού για το άγχος, το στρες και την κατάθλιψη), της αυξημένης ευαισθητοποίησης και αναγνώρισης της ΔΕΠΥ, που επεκτείνεται στην ενήλικη ζωή, των μεταγενέστερων διαγνώσεων της ΔΕΠΥ στις γυναίκες (οι οποίες είναι γενικά λιγότερο υπερκινητικές), καθώς και των αυξημένων ρυθμών της σύγχρονης ζωής, που συχνά είναι γεμάτη περισπασμούς».

Κομβικός ο ρόλος της πανδημίας COVID-19

Ο Braun Tueller, PA-C, MS, Braun Tueller, PA-C, MS, βοηθός ιατρού στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Huntsman του Πανεπιστημίου της Γιούτα, μίλησε για τις τρεις μεγαλύτερες επιπτώσεις της COVID-19 που εμπλέκονται στην άνοδο των διαγνώσεων ΔΕΠΥ:

  • Απώλεια σταθερότητας. Η σταθερότητα είναι μια στρατηγική αντιμετώπισης για όσους ζουν με μη διαγνωσμένη ΔΕΠΥ. Οι ενήλικες και οι φοιτητές που είναι «κολλημένοι» στο γραφείο, συνηθισμένοι στην «εποπτεία» που υπάρχει στο εργασιακό περιβάλλον, έχασαν τις δικλείδες ασφαλείας όταν βρέθηκαν στο σπίτι. «Οι πειρασμοί και οι περισπασμοί είναι άφθονοι, όσοι εξαρτώνται από μια τυπική ρουτίνα δυσκολεύονται να παραμείνουν συγκεντρωμένοι και να τηρήσουν τα όρια εργασίας-προσωπικής ζωής» παρατηρεί.
  • Γνωστική δυσλειτουργία. Όσοι έχουν διαγνωστεί με COVID-19, και ιδιαίτερα με Long Covid, ήρθαν αντιμέτωποι με νέες προκλήσεις για τη γνωστική τους δυσλειτουργία.
  • Ευαισθητοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το άφθονο περιεχόμενο για τη ΔΕΠΥ που κατέκλυσε τα social media είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ευαισθητοποίησης για τη διαταραχή. Σύμφωνα με τον Tueller, όπως και για τους περισσότερους ασθενείς που ρώτησε, ήταν αυτό που τους ώθησε να αναζητήσουν εκτίμηση από ειδικό για την παρουσία ΔΕΠΥ.

*Με πληροφορίες από το The Conversation, το University of Utah Health και το Syracuse University News.

Διαβάστε επίσης:

Ψυχική υγεία: Πόσο επηρεάζουν τα γονίδια την εμφάνιση νευροψυχιατρικών διαταραχών

Φάσμα Αυτισμού: Ερευνητές αποκαλύπτουν το γονιδιακό «ντόμινο» που οδηγεί στη διαταραχή

Dating Apps: Πόσο μας κουράζουν – 3 tips για να αποφύγουμε το burnout της χρήσης εφαρμογών γνωριμιών