Στην ιαπωνική οργάνωση Nihon Hidankyo απένειμε το Νόμπελ Ειρήνης για το 2024 η Νορβηγική Επιτροπή των βραβείων, αναφέροντας πως «αυτό το λαϊκό κίνημα των επιζώντων από τις ατομικές βόμβες που έπεσαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, γνωστό ως Hibakusha, λαμβάνει το Βραβείο Ειρήνης για τις προσπάθειές του να επιτύχει έναν κόσμο απαλλαγμένο από πυρηνικά όπλα και για την απόδειξη μέσω μαρτυριών ότι τα πυρηνικά όπλα δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν ποτέ ξανά». Σημειώνεται ότι η λέξη Hibakusha αποτελείται από τις συλλαβές Hi – βάσανο, baku – βόμβα και sha – άνθρωπος. Οι Hibakusha είναι οι επιζώντες των ατομικών βομβαρδισμών και οι απόγονοι αυτών.
Το βραβείο σε χάρτινο γερανό origami υπενθυμίζει ότι ο γερανός είναι σύμβολο τύχης και ευημερίας στην ιαπωνική κουλτούρα, όσο και της ειρήνης εις μνήμην της Sadako Sasaki, του 12χρονου κοριτσιού που έφτιαξε 644 χάρτινους γερανούς κατά τη νοσηλεία της λόγω λευχαιμίας που της προκάλεσε η ραδιενέργεια από τις βόμβες, ελπίζοντας να φτάσει τους 1.000 και έτσι, αν πράγματι ίσχυε ο θρύλος, να πραγματωνόταν η ευχή της για ίαση. Το έργο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αποπεράτωσαν οι συμμαθητές της μετά τον θάνατό της, φτιάχνοντας 356 ακόμα γερανούς, και ολόκληρο το σμήνος των χάρτινων πτηνών ενταφιάστηκε μαζί με τη Sadako.
«Το επόμενο έτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τότε που δύο αμερικανικές ατομικές βόμβες σκότωσαν περίπου 120.000 κατοίκους της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Ένας παρόμοιος αριθμός κατέληξε από εγκαύματα και τραυματισμούς από ακτινοβολία κατά τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν» σημειώνει η επιτροπή. Για όσους επέζησαν, τα επόμενα χρόνια θα ήταν δύσκολη δοκιμασία, σωματική και ψυχική. Η εμπειρία των βομβαρδισμών ήταν ένα εξαιρετικά στρεσογόνο γεγονός, σημειώνει ψυχιατρική έρευνα που διαπίστωσε ότι, ακόμα και 20 χρόνια μετά, οι κάτοικοι των περιοχών υπέφεραν από έντονα συμπτώματα άγχους, σωματοποίησης και άλλες εκδηλώσεις από την ψυχική σφαίρα.
Σε κάποιο σημείο, η επιτροπή θα αφήσει έναν υπαινιγμό για «τη μοίρα όσων επέζησαν από την κόλαση της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, [που] αποκρύφτηκε και αγνοήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Αγνοώντας το ψυχικό τραύμα
To 2023, o Αναπληρωτής Καθηγητής Ασιατικών και Εβραϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, Ran Zwigenberg, δημοσίευσε το βιβλίο του “Nuclear Minds”, όπου επιχειρεί να αναδείξει το ψυχικό τραύμα που κατέλειψε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα από την περίπτωση της Ιαπωνίας, του μοναδικού έθνους που βίωσε την καταστροφική δύναμη της ατομικής βόμβας και, αναπόδραστα, εντονότερα από οποιοδήποτε άλλο τη διαρκή αίσθηση απειλής και αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με τον Zwigenberg, κανείς δεν αναζήτησε τι συνέβη στους κατοίκους σε ψυχολογικό επίπεδο. Όταν οι ΗΠΑ έστειλαν στην Ιαπωνία ερευνητές στο πλαίσιο της US Strategic Bombing Survey, θέλησαν απλώς να διαπιστώσουν κατά πόσο οι βομβαρδισμοί μπορούν να κάμψουν το ηθικό ενός έθνους -όχι να αξιολογήσουν ή να θεραπεύσουν τα ψυχικά τραύματα των επιζώντων. Στην πορεία, όταν Ιάπωνες ψυχίατροι, όπως ο Masuho Konuma, διερεύνησαν το αποτύπωμα στην ψυχική υγεία, επικεντρώθηκαν στις νευροβιολογικές διεργασίες για να εξηγήσουν τα συμπτώματα. Οι εγκεφαλικές βλάβες και οι βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος προτάθηκαν ως η αιτία της επίμονης ψυχικής νόσου, και μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Konuma πρότεινε την αλληλεπίδραση ψυχολογικών και οργανικών παραγόντων ως αίτια των «διεγκεφαλικών συνδρόμων».
Για τον Zwigenberg, η εστίαση στις σωματικές επιπτώσεις της ραδιενέργειας και η προσπάθεια να μη συνδεθούν οι βομβαρδισμοί με την την ψυχική οδύνη υποσκίασαν την πτυχή της ψυχολογικής βλάβης. Η έννοια του ψυχικού τραύματος δεν είχε αναπτυχθεί στην Ιαπωνία και τη Δύση πριν από τη δεκαετία του 1960. Ο καθηγητής συγκρίνει τις εμπειρίες των επιζώντων της ατομικής βόμβας με αυτές των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, όπου και εκεί κυριάρχησε η ερμηνεία των ψυχικών συμπτωμάτων ως απλή συνέπεια των σωματικών βασανιστηρίων.
«Το τραύμα, ήταν απλώς ένα θέμα που δεν ενδιέφερε τους ψυχολόγους εκείνη την εποχή. Είτε επρόκειτο για την ψυχολογία του Ολοκαυτώματος είτε για τις επιπτώσεις στους επιζώντες της Χιροσίμα, το βλέμμα των ερευνητών ήταν στραμμένο σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και στο πώς η ψυχολογική βλάβη σχετιζόταν με αυτά· όχι στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στους ανθρώπους» αναφέρει στο βιβλίο.
Διαγενεακό άγχος
Το 2017, δημοσιεύτηκε στο Frontiers in Psychology μελέτη για τις ψυχολογικές επιπτώσεις στους επιζώντες των ατομικών βομβαρδισμών (hibakusha) δεύτερης γενιάς, εστιάζοντας στις ανησυχίες τους για γενετικές συνέπειες από την έκθεση στη ραδιενέργεια και πιθανές αρνητικές εμπειρίες διακρίσεων. Ως προς το θέμα διακρίσεων και προκαταλήψεων εις βάρος ατόμων που μεγάλωσαν σε βομβαρδισμένες περιοχές, η μελέτη κατέληξε πως δεν ήταν άμεσες και όσοι γνώριζαν για αυτές είχαν πληροφορηθεί από τα σχολεία ή τα μέσα ενημέρωσης, χωρίς να τους προκαλούνται συναισθηματικές αντιδράσεις.
Στην περίπτωση του άγχους για την υγεία, διαπιστώθηκε ότι, καίτοι δεν απασχόλησε στην παιδική τους ηλικία, άρχισε να εμφανίζεται κατά την ενηλικίωση, κυρίως στις γυναίκες που είχαν γίνει μητέρες. Η ελλιπής πληροφόρηση για τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας και τον κίνδυνο συνεπειών σε γονιδιακό επίπεδο αποδείχθηκε ενισχυτής του άγχους, το οποίο όξυναν και οι περίοδοι ασθένειας ή η πάροδος της ηλικίας. Οι ερευνητές σημείωσαν ότι σε αντίστοιχα συμπεράσματα κατέληξαν και μελέτες για το Τσέρνομπιλ. Από τα ισχυρότερα ευρήματα της μελέτης ήταν ότι το άγχος μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, πως πρόκειται για ένα διαγενεακό τραύμα που απαιτεί ψυχολογική υποστήριξη.
Επιστρέφοντας στη βραβευθείσα οργάνωση Nihon Hidankyo, το 2021 κοινοποίησε τα δικά της ευρήματα για τους hibakusha δεύτερης γενιάς, σύμφωνα με τα οποία το 60% βιώνουν άγχος ή άλλα προβλήματα, κυρίως για την υγεία τους και τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας για το 80% εξ αυτών. Ένα 56% δήλωσε ανησυχία για θέματα που αφορούν την υγεία και τη νοσηλευτική φροντίδα των γονέων τους και το 41,8% για τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας στα παιδιά τους.
«Καταφέραμε να αποκαλύψουμε το είδος των προσωπικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι hibakusha δεύτερης γενιάς, ενώ το κράτος δεν έχει ακόμη εξετάσει το θέμα» είχε δηλώσει ο Yoshihiro Yagi, επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Showa Women’s.
Το 2021, οι hibakusha δεύτερης γενιάς υπολογίζονταν σε 300.000 έως 500.000 σε εθνικό επίπεδο, με τους ερευνητές να τονίζουν ότι η πολιτεία αδιαφορεί για την καταγραφή τους όπως και για τις συνθήκες ζωής τους, εν αντιθέσει με τους hibakusha πρώτης γενιάς που δικαιούνται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σήμερα, οι hibakusha δεύτερης γενιάς διεκδικούν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους με δικαστικούς αγώνες.
«Νόμιζα ότι οι ανησυχίες για την υγεία μου ήταν μόνο προσωπική μου υπόθεση, η έρευνα ωστόσο μου έδειξε ότι όλοι μας ταλαιπωρούμαστε από το ίδιο πρόβλημα» είχε δηλώσει η 74χρονη Emiko Kadokawa στη συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση των ευρημάτων, υπογραμμίζοντας ότι «το ετήσιο check-up δεν αρκεί για να διώξει τις αγωνίες (μας)».
*Με πληροφορίες από τη Βρετανική Ψυχολογική Εταιρεία, την Asahi Shimbun και την ιστοσελίδα των βραβείων Νόμπελ
Διαβάστε επίσης:
Πέντε ξεχωριστές γυναίκες που άφησαν το αποτύπωμά τους στην Επιστήμη
Παιδική λευχαιμία: Ο αόρατος κίνδυνος που κρύβεται σε κάθε σπίτι – Τι ισχύει στην Ελλάδα
Bullying: Έτσι σωματοποιούνται τα αρνητικά ψυχικά βιώματα στους εφήβους