*Γράφει η Βασιλική Χρυσοστομίδου
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Πρόληψης της Αυτοκτονίας στις 10 Σεπτεμβρίου, η Α΄ Ψυχιατρική Κλινική Ε.Κ.Π.Α. επισημαίνει τη σημαντική αύξηση που μπορεί να έχουν οι αυτοκτονίες στα ποσοστά θνησιμότητας στις νεαρές ηλικίες – μαζί με τα ατυχήματα – ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς συχνά, η πρόθεση για τερματισμό της ζωής του ατόμου, περνά απαρατήρητη από το περιβάλλον του.
Αναφέρονται, επίσης, διεξοδικά τόσο τα συνηθέστερα αίτια που οδηγούν στην αυτοκτονία – ή στην απόπειρα αυτής – όπως και τους παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, προκειμένου να προστατευθεί το άτομο που βρίσκεται στην ευάλωτη αυτή θέση. Αναδεικνύεται, ακόμη, η αρνητική επίδραση του διαδικτύου. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί η διαπίστωση, ότι ακόμη κι αν τελικά το οικείο περιβάλλον του ατόμου, που διακρίνεται από αυτοκτονικές τάσεις αντιληφθεί τι συμβαίνει και προτείνει επίσκεψη σε ειδικό, το ίδιο το άτομο αρνείται σθεναρά να ανταποκριθεί.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την Α΄ Ψυχιατρική Κλινική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), παρά το ότι η αυτοκτονία είναι σπάνιο φαινόμενο και αντιπροσωπεύει μικρό σχετικά ποσοστό των συνολικών θανάτων στον πληθυσμό, η σημασία της είναι μεγάλη διότι αυξάνει σημαντικά τη θνησιμότητα στις νεαρές ηλικίες (όπου οι άλλοι παράγοντες θανάτου είναι πολύ σπανιότεροι με την εξαίρεση των ατυχημάτων) και διότι συνδέεται με μεγάλη ψυχική επιβάρυνση στο περιβάλλον του ατόμου που βάζει τέλος στη ζωή του. Επίσης, οι απόπειρες αυτοκτονίας μπορεί, αν δεν καταλήξουν στο θάνατο, να προκαλέσουν αναπηρία που συνοδεύει το άτομο ισοβίως. Οι παράγοντες κινδύνου για απόπειρα ή πετυχημένη αυτοκτονία είναι το άγχος, η κατάθλιψη, η ύπαρξη διαγνωσμένης ψυχιατρικής νόσου ή διαταραχής προσωπικότητας, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η πίεση στο σχολικό περιβάλλον από το πρόγραμμα ή κακοποιητικούς συμμαθητές, οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα. Οι παράγοντες που δρουν προστατευτικά και αποτρέπουν την αυτοκτονία είναι οι κοινωνικές σχέσεις, η ύπαρξη φίλων, η πίστη σε ανώτερη δύναμη και η υποστήριξη από την οικογένεια. Πολύ συχνά, όμως, η αυτοκτονική πρόθεση περνάει απαρατήρητη για το περιβάλλον του ατόμου, γεγονός το οποίο δημιουργεί συναισθήματα ενοχής στην οικογένεια μετά την αυτοκτονία. Δυστυχώς, ακόμη και όταν το περιβάλλον έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά και προτρέπει για κάποια αναζήτηση βοήθειας, δεν είναι σπάνιο το άτομο πριν την αυτοκτονία να έχει αρνηθεί ότι του συμβαίνει κάτι, καθώς και την επίσκεψη σε κάποιον ειδικό.
Τέλος, δεν μπορεί να μην αναφερθεί η επίδραση του διαδικτύου πάνω στην αυτοκτονία. Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν υποστήριξη από άλλους ασθενείς σε ομάδες διακίνησης ιδεών που τα μέλη τους τους βοηθούν να αντιμετωπίσουν την επιθυμία να βάλουν τέλος στη ζωή τους, τη μοναξιά τους και τη δυσκολία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Δυστυχώς, όμως, από την άλλη πλευρά υπάρχει σημαντική ανάδυση άλλων ομάδων συζήτησης (που κυρίως επιδρούν στις νεότερες ηλικίες) οι οποίες ενισχύουν την αυτοτραυματιστική και αυτοκτονική συμπεριφορά, παρουσιάζοντάς τες ως «φυσιολογικές» ή «επαναστατικές» ιδέες, παρέχοντας πληροφορίες για μεθόδους επίτευξής τους, καθώς και ασκώντας πίεση για την πραγματοποίησή τους. Οι ομάδες αυτές επηρεάζουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους ανήλικους και αποτελούν σημαντική πρόκληση για τις υπηρεσίες ελέγχου του διαδικτύου, ενώ θέτουν και το ερώτημα σε ποιο βαθμό θα πρέπει να υπάρχει σχετική επίβλεψη από τους γονείς ως προς τη διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών τους.
Στις πρόσφατες κοινωνικές κρίσεις, την οικονομική κρίση και την περίοδο της πανδημίας, δεν φάνηκε σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών, παρά τις εκτεταμένες ανάλογες αναφορές, ενώ μια αύξηση στον αριθμό των αυτοκτονιών που παρατηρείται με τα χρόνια παγκοσμίως, μάλλον αποδίδεται σε γενικότερες αλλαγές στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και στις συνθήκες εργασίας που κυρίως επηρεάζουν τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς όπως οι ψυχικά πάσχοντες, οι άνεργοι και τα άτομα που μένουν μόνα τους.
Ο ισχυρότερος, πάντως, παράγοντας κινδύνου για αυτοκτονία είναι οι προηγούμενες απόπειρες. Καθώς, μάλιστα, έχει βρεθεί ότι η επικοινωνία με τους ασθενείς και την οικογένεια είναι σημαντικό μέτρο πρόληψης μιας δεύτερης απόπειρας αυτοκτονίας (που μπορεί να είναι πετυχημένη), θα πρέπει όλοι οι επαγγελματίες υγείας που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μετά από κάποια απόπειρα αυτοκτονίας να εμπλέκονται ενεργά στον προγραμματισμό επίσκεψης του ασθενούς και του περιβάλλοντός του σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ψυχίατρο, ή ψυχολόγο. Και επειδή η μεγάλη πλειονότητα των ατόμων που πεθαίνουν από αυτοκτονία πάσχουν από κάποιο ψυχιατρικό νόσημα (που μπορεί να έχει περάσει μέχρι τότε απαρατήρητο), η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων κατάθλιψης, ψύχωσης, άγχους και κρίσεων πανικού, συμβάλλει τεκμηριωμένα στη μείωση της αυτοκτονικότητας. Η αντιμετώπιση αυτή μπορεί να γίνει με ψυχοθεραπευτικές και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, καθώς και με τη χρήση φαρμάκων τα οποία έχουν σημαντική αποτελεσματικότητα στην ελάττωση της αυτοκτονικής διάθεσης, ενώ ουσιαστικά δεν έχουν παρενέργειες ούτε δημιουργούν πιθανότητα εξάρτησης.
Συμπερασματικά, η ψυχική υγεία, η οικογένεια, το διαδίκτυο και η κοινωνικές συνθήκες παίζουν σημαντικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στην αυτοκτονικότητα. Η πρόληψη της αυτοκτονίας περιλαμβάνει την αναγνώριση των προειδοποιητικών σημείων (προηγούμενες απόπειρες, συμπτώματα ψυχικής δυσφορίας) και την παραπομπή σε ειδικούς ψυχικής υγείας, καθώς πλέον υπάρχουν οι ψυχοθεραπευτικές, φαρμακευτικές και λοιπές παρεμβάσεις που είναι αποτελεσματικές στην μείωση του κινδύνου για αυτοκτονική συμπεριφορά.
Στην Ελλάδα, η τηλεφωνική «Γραμμή Παρέμβασης για την Αυτοκτονία» 1018 και η «Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης» 10306 παρέχουν ανώνυμα και εμπιστευτικά 24ωρες συμβουλευτικές υπηρεσίες και προσφέρουν άμεση υποστήριξη και καθοδήγηση οποτεδήποτε χρειάζεται.
Μεσολόγγι: Θύμα ξυλοδαρμού πλήρωμα ασθενοφόρου στον αύλειο χώρο νοσοκομείου
Την επαναφορά του νοσοκομείου Καλαμάτας στην κατηγορία «άγονου Α» ζητούν οι γιατροί της Μεσσηνίας
Νέοι γιατροί: Διαμαρτύρονται για τον τρόπο που η κυβέρνηση γεμίζει τα κενά στα Επείγοντα