Όλα τα αντικαταθλιπτικά δεν λειτουργούν για όλους τους πάσχοντες από κατάθλιψη. Για να βρεθεί το κατάλληλο, μπορεί ο ασθενής να χρειαστεί να δοκιμάσει πολλά. Επιπλέον, ακόμη και όταν ένα αντικαταθλιπτικό είναι αποτελεσματικό, μπορεί να πρέπει να περάσει και ένας και δύο μήνες προκειμένου το άτομο να αρχίσει να αισθάνεται καλύτερα. Ένας νέος τρόπος υπόσχεται γρηγορότερες απαντήσεις στο αν τελικώς το εν λόγω φάρμακο δουλεύει ή όχι.
Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου 2018 του Behavioral Brain Research, υποστηρίζει ότι οι θετικές αλλαγές στη γνωστική λειτουργία (δηλαδή στη σκέψη και στην επεξεργασία των πληροφοριών) ενδεχομένως να προοιωνίζουν την ανταπόκριση των αντικαταθλιπτικών στο άμεσο μέλλον.
Πριν εξετάσουμε τα ευρήματα αυτής της μελέτης, ας δούμε εν συντομία τι είναι η διαταραχή κατάθλιψης και ποια είναι η φαρμακολογική της θεραπεία. Η κατάθλιψη είναι μια διαδεδομένη ψυχική νόσος που συνδέεται με την κακή διάθεση, την έλλειψη ευχαρίστησης από δραστηριότητες που παλαιότερα έδιναν ευχαρίστηση, την ανησυχία, την επιβράδυνση των κινήσεων, τις αυτοκτονικές σκέψεις, τη μειωμένη ενέργεια και τις μεγάλες αλλαγές στο βάρος. Η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται συνήθως με φάρμακα που αναφέρονται ως αντικαταθλιπτικά, τα οποία περιέχουν κάποια από τις ακόλουθες δραστικές ουσίες: σερτραλίνη, σιταλοπράμη, φλουοξετίνη, παροξετίνη, εσκιταλοπράμη, βενλαφαξίνη, βουπροπιόνη, ντουλοξετίνη και τραζοδόνη. Τα πιο δημοφιλή αντικαταθλιπτικά ανήκουν σε μια κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI). Οι SSRI λειτουργούν παρεμποδίζοντας την επανα-απορρόφηση της σεροτονίνης – ενός χημικού αγγελιοφόρου που συνδέεται με τη διάθεση, τον ύπνο, την όρεξη κ.λπ. Φαίνεται ότι με την παρεμπόδιση της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, τα αντικαταθλιπτικά SSRI αυξάνουν τη διαθεσιμότητα σεροτονίνης και βελτιώνουν διάφορες ψυχικές και σωματικές λειτουργίες. Η επιλογή του σωστού αντικαταθλιπτικού είναι συχνά θέμα δοκιμής και σφάλματος. Ο ασθενής πρέπει να λάβει ένα αντικαταθλιπτικό για 4 έως 6 εβδομάδες. Εάν δεν παρατηρηθεί σημαντική βελτίωση, συνταγογραφείται ένα νέο αντικαταθλιπτικό και ξανά από την αρχή. Πάμε τώρα στην ουσία του κειμένου και της έρευνας.
Σκέφτεστε καλύτερα ή χειρότερα;
Όπως έχουν πολλές έρευνες παρατηρήσει, οι ασθενείς που ανταποκρίνονταν θετικά στα αντικαταθλιπτικά, δεν εμφάνιζαν μόνο καλύτερη διάθεση αλλά και καλύτερη γνωστική λειτουργία, δηλαδή η μνήμη, η προσοχή και η σκέψη ήταν περισσότερο ενεργοποιημένες και λειτουργικές. Απλοϊκά θα λέγαμε ότι υπάρχει ένα ξεκαθάρισμα στο κεφάλι, μια ηρεμία στο μυαλό, μια ησυχία στη διάθεση. Η έρευνα για την οποία συζητάμε αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με τα αποτελέσματα όλων αυτών των ερευνών και να διερευνήσει την υπόθεση. Εκεί, λοιπόν, οι ερευνητές είδαν ότι πάντοτε η βελτίωση της γνωστικής λειτουργίας προηγείτο της βελτίωσης της διάθεσης. Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Μία υπόθεση είναι ότι όταν κάποιος πάσχει από κατάθλιψη υποπίπτει συνήθως σε λογικά λάθη, καθότι απορρίπτει λόγω κακής διάθεσης ανθρώπους, αντιλήψεις, ιδέες. Όταν το καταστροφικό αυτό συναίσθημα υποχωρεί, τότε φαίνεται ότι η αντιληπτική ικανότητα επανέρχεται σε ένα λογικό πλαίσιο. Μία άλλη υπόθεση είναι πώς τα άτομα με κατάθλιψη αντιμετωπίζουν γνωστική δυσλειτουργία επειδή εξαντλούνται οι ψυχικοί τους πόροι, καθώς χρησιμοποιούν το μεγαλύτερο μέρος των ψυχικών τους πόρων για την επεξεργασία αρνητικών πληροφοριών και για ανώφελους στοχασμούς.
Συνοπτικά, η συγκριτική και συστηματική αυτή μελέτη έδειξε ότι η θετική ανταπόκριση στα αντικαταθλιπτικά μπορεί να συνδέεται με πρόωρη βελτίωση της ικανότητας σκέψης. Ο προσδιορισμός του εάν μια αντικαταθλιπτική θεραπεία θα λειτουργήσει για τον εκάστοτε ασθενή, μέσα από τη διακρίβωση του επιπέδου της γνωστική λειτουργίας μπορεί να συμβάλει στην ελαχιστοποίηση της περιττής έκθεσης σε φάρμακα, αλλά και στην ανεύρεση, φυσικά της ορθής αγωγής.