Ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο πρόσθεσε στο βιογραφικό του ο πρωταθλητής του στίβου, Μίλτος Τεντόγλου, αυτή τη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, και μαζί μερικούς ακόμα πόντους στο ανάστημα της ελληνικής περηφάνιας. Την πρόσφατη διάκριση του παγκόσμιου πρωταθλητή στο άλμα εις μήκος εξήρε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τον οποίο χαρακτήρισε «μυθικό» τονίζοντας ότι «στο Παρίσι, γράφει τη δική του μοναδική ιστορία, κάνοντας όλους εμάς υπερήφανους».

Οι δημοσιεύσεις στην πλατφόρμα X:

Ο Μίλτος Τεντόγλου προκάλεσε «φρενίτιδα» και αποθεώθηκε στα social media τόσο για την επίδοσή του όσο και για το ήθος του αλλά και για την είσοδό του στο στάδιο.

 

Όπως αποδεικνύεται σε κάθε αντίστοιχη περίσταση, οι διακρίσεις και τα μετάλλια για τα ελληνικά χρώματα «ανεβάζουν» το ηθικό του έθνους και δίνουν μικρές ανάσες χαράς. Ωστόσο, η θετική επίδραση και ώθηση στην ψυχική ευημερία από τη βιωμένη εμπειρία, δεν ήταν (πάντα) κοινό συμπέρασμα για έρευνες που καταπιάστηκαν με το θέμα.

Μια έμμεση επίδραση

Σε άρθρο του με τίτλο «Θα μας κάνει ευτυχισμένους η επιτυχία των αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες;» (2021), ο Δρ Yuhei Inoue, Reader στο τμήμα Sport Management του Ινστιτούτου Αθλητισμού του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, εξετάζει το φαινόμενο του εθνικού αισθήματος χαράς και υπερηφάνειας από διακρίσεις αθλητών σε διοργανώσεις όπως οι Ολυμπιακοί και Παραολυμπιακοί Αγώνες, αλλά και την «καλά τεκμηριωμένη» τάση μας να αναζητούμε την αίσθηση της επιτυχίας μέσα από την ταύτιση με τις διακρίσεις των αθλητών.

Η τελευταία έχει αποτυπωθεί σε έρευνες που γυρίζουν μισό αιώνα πίσω, όπως μελέτη του 1976 που διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί ποδοσφαιρόφιλοι θα επιδείξουν δημόσια την αφοσίωσή τους στην αγαπημένη τους ομάδα μετά τη νίκη της, φορώντας την ανάλογη στολή και υιοθετώντας τις αντωνυμίες α’ προσώπου όπως «εμείς» και «μας» αντί του γ’, δηλαδή «αυτοί», «τους» κ.ο.κ.. Αυτή η μάλλον γνωστή σε όλους μας συμπεριφορά, έχει αναδειχθεί ανά τα χρόνια και από μελέτες για τις ευρωπαϊκές χώρες.

Εντούτοις, σημειώνει ο Δρ Inoue, είναι μάλλον προβληματική η απόδοση της ευτυχίας και ευημερίας των ανθρώπων αποκλειστικά στις νίκες των αθλητών, ακόμα και αν για πολλούς η μεγάλη σημασία τους είναι αδιαμφισβήτητη. «Αν βασιστούμε στην τελική επιτυχία των αγαπημένων μας ομάδων (ή αθλητών) για να γίνουμε πιο ευτυχισμένοι, ίσως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να τα καταφέρουμε» υπογραμμίζει, χαρακτηρίζοντας την σχέση μάλλον οριακή.

Προς επίρρωση των παραπάνω, επικαλείται μια ανασκόπηση ερευνών σε κατοίκους 12 ευρωπαϊκών χωρών, η οποία κατέληξε ότι οι υψηλότερες επιδόσεις των κρατών αυτών σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις (Ολυμπιακοί Αγώνες, Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA κ.α.), δεν είχαν καμία επίδραση στην ευτυχία του πληθυσμού, καθώς και μελέτη του 2020 που έδειξε ότι λιγότερο από το 20% των ερωτηθέντων Βρετανών ανέφεραν αισθήματα υπερηφάνειας για τη χώρα τους μετά από αθλητικά επιτεύγματα στα χρώματα της σημαίας τους, σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά συγκριτικά με άλλους παράγοντες ευημερίας όπως η ζωή στην ύπαιθρο και το σύστημα υγείας.

Ο ρόλος της ταύτισης

Η ερευνητική βιβλιογραφία αποδίδει τα θετικά αισθήματα στην ταύτιση των ανθρώπων με την εκάστοτε ομάδα ή αθλητή/τρια παρά στο γεγονός της νίκης καθαυτό.

«Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι, μόλις αναπτύξουμε μια αίσθηση ταύτισης με μια ομάδα ή έναν αθλητή, αρχίζουμε να βλέπουμε και τους άλλους υποστηρικτές τους ως μέλη μιας “ομάδας” που μοιράζεται κοινές αξίες και κανόνες. Η αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια ομάδα, με τη σειρά της, μας εξασφαλίζει ψυχικά εφόδια ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ευημερίας μας» εξηγεί ο Δρ Inoue, φέροντας ως παράδειγμα τη βελτίωση της κοινωνικής ζωής μέσα από την υποστήριξη ομάδων.

Εντούτοις, θεωρεί τη συναισθηματική ώθηση από τις αθλητικές διακρίσεις μάλλον ελάχιστη και προσωρινή συγκριτικά με άλλους παράγοντες θετικής υποστήριξης μέσω ταύτισης όπως οι κοινωνικές ανησυχίες, τα προσωπικά ενδιαφέρονται και οι πολιτισμικές ομοιότητες.

Ακόμα και έτσι, «οι κοινωνικές σχέσεις και η αίσθηση ταύτισης που δημιουργούμε υποστηρίζοντας αθλητικές ομάδες και αθλητές μπορεί να είναι μακροχρόνιες και να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ευτυχία και την ευημερία μας» καταλήγει ο ίδιος, διευκρινίζοντας ότι το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται στο «να βρίσκουμε σημεία σύνδεσης που μας βοηθούν να ταυτιστούμε με τις διαγωνιζόμενες ομάδες ή τους αθλητές πέρα από τις αθλητικές επιδόσεις και τα αποτελέσματά τους».

Ποιοι επηρεάζονται περισσότερο

Το 2013, δημοσιεύθηκε στο Sport Management Review έρευνα για τις πληθυσμιακές ομάδες που βιώνουν εντονότερα τα αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας και ευημερίας από εθνικές νίκες σε αθλήματα υψηλών επιδόσεων (Elite Sports). Οι απαντήσεις των πάνω από 2.000 Γερμανών συμμετεχόντων στις τηλεφωνικές συνεντεύξεις και τα online ερωτηματολόγια της μελέτης, έδειξαν ότι το 66,2% ένιωσαν περήφανοι και το 65,6% ευτυχισμένοι από διακρίσεις Γερμανών αθλητών σε μεγάλες διοργανώσεις, με τις γυναίκες, τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και χαμηλό εισόδημα καθώς και άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο να αποκομίζουν τα μεγαλύτερα οφέλη από τις επιτυχίες των κορυφαίων αθλητών. «Τα αποτελέσματα δείχνουν ειδικότερα ότι η χρηματοδότηση του αθλητισμού και των κορυφαίων αθλητών μπορεί να θεωρηθεί πολιτική για την κοινωνική ενσωμάτωση» σημείωναν οι ερευνητές.

Δεν είναι μόνο οι αθλητικές διοργανώσεις

Όλοι θυμόμαστε τις διαδοχικές νίκες της Εθνικής Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου το 2004 και της Έλενας Παπαρίζου στη Eurovision το 2005. Οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί και στις δύο περιπτώσεις δεν ήταν τυχαίοι: όπως και στον αθλητισμό, η συμμετοχή στον διαγωνισμό τραγουδιού σχετίζεται με ισχυρότερα αισθήματα ευημερίας και ικανοποίησης από τη ζωή σε εθνικό επίπεδο.

Στο παραπάνω είχε καταλήξει μελέτη από το Imperial College του Λονδίνου, δημοσιευθείσα στο BMC Public Health, με επικεφαλής τον Έλληνα Δρ Φίλιππο Φιλιππίδη από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial. Μέσα από τα στοιχεία περισσότερων από 160.000 συμμετεχόντων από 33 ευρωπαϊκά κράτη για το διάστημα 2009-2015, οι ερευνητές συμπέραναν ότι οι άνθρωποι αισθάνονταν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή τους αν η χώρα τους είχε καλή επίδοση στον διαγωνισμό μια δεδομένη χρονιά, ενώ η υψηλότερη κατά 10 θέσεις τελική κατάταξη – π.χ. αν μια χώρα τερμάτιζε 2η αντί για 12η- σχετιζόταν με 4% μεγαλύτερες πιθανότητες ικανοποίησης από τη ζωή.

Τότε, με αφορμή τις σκέψεις της Βρετανίας για αποχώρηση από το θεσμό ως αντίδραση στην καθήλωσή τις στις τελευταίες θέσεις επί πολλά χρόνια, ο Δρ Φιλιππίδης είχε σχολιάσει: «Διαπιστώσαμε ότι η συμμετοχή στη Eurovision ακόμα και με κακά αποτελέσματα είναι καλύτερη από τη μη συμμετοχή. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα κινδύνου για τη δημόσια υγεία από τη συμμετοχή, αφού ακόμη και μια άθλια επίδοση θα ήταν καλύτερη από το τίποτα».

Διαβάστε επίσης:

Κλιματική αλλαγή: Πόσα εμπόδια βάζει το «καυτό» Παρίσι στις επιδόσεις και την υγεία των αθλητών

Ολυμπιακοί Αγώνες: Ένας επιστήμονας εξηγεί τι ισχύει για τις τρανς αθλήτριες σε γυναικεία αθλήματα

Simone Biles: Πέντε μαθήματα ζωής για το ψυχικό σθένος από τη 19χρονη – «φαινόμενο της ενόργανης»