H συζήτηση σχετικά με γνωστικές διαταραχές και τα σημάδια τους -όπως η ΔΕΠΥ και ο αυτισμός- καλά κρατεί στο Tik Tok, με πολλούς ενήλικες χρήστες τελικά να μπερδεύουν όσους παρακολουθούν τα συγκεκριμένα βίντεο. Ως απόρροια της ευρείας ενημέρωσης και αποδοχής αυτών των διαταραχών, οι κλινικοί γιατροί συναντούν όλο και περισσότερους ενήλικους ασθενείς που ισχυρίζονται ότι ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού, χωρίς να έχουν διαγνωστεί στην παιδική ηλικία.
Ωστόσο, αρκετοί ειδικοί θεωρούν πως οι ενήλικες που αυτοδιαγιγνώσκονται είτε δεν έχουν αυτισμό είτε δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στο φάσμα. Η εξήγησή τους είναι ότι οι ασθενείς αυτοί αναζητούν εξηγήσεις για τις μακροχρόνιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν κοινωνικά, από το σχολείο μέχρι την εργασία, ή ψάχνοντας την αίσθηση του ανήκειν μετά από χρόνια που ένιωθαν αποκομμένοι ή ντροπιασμένοι για τη διαφορετικότητά τους.
Είναι, όμως, πραγματικά έτσι; Οι κλινικοί γιατροί που αντιμετωπίζουν κυρίως περιστατικά ενηλίκων, ενδεχομένως να μην έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές, αποκλείοντας την πιθανότητα οι ενήλικες να παρουσιάζουν μη διαγνωσμένη διαταραχή φάσματος αυτισμού.
«Νομίζω ότι ανήκω στο φάσμα»
Tα επίσημα διαγνωστικά κριτήρια για τις διαταραχές φάσματος του αυτισμού είναι ευρέως γνωστά από τους περισσότερους κλινικούς γιατρούς, όπως δυσκολίες στην αλληλεπίδραση και στην επικοινωνία, επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς ή δραστηριοτήτων, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders).
Ωστόσο, αυτό ίσως να μην είναι αρκετό. Ο Δρ David Krauss, ψυχολόγος με ειδίκευση στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές παιδιών, εφήβων και ενηλίκων, θεωρεί χρήσιμους ακόμα μερικούς τρόπους σκέψης σχετικά με τη διάγνωση των ενηλίκων. Πρώτον, οι διαταραχές θα μπορούσαν να καλύπτονται από στρατηγικές μάθησης αργότερα στη ζωή. Έπειτα, θα μπορούσαν να μην εκδηλωθούν πλήρως μέχρι οι κοινωνικές απαιτήσεις να υπερβούν τις περιορισμένες ικανότητες.
Συνεπώς, οι ενήλικες που νομίζουν ότι ανήκουν στο φάσμα, θα μπορούσαν να τα έχουν καταφέρει ως επί το πλείστον, αλλά ακόμα να αντιμετωπίζουν κοινωνικές καταστάσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους ή να δυσκολεύονται καθημερινά, χρησιμοποιώντας μαθημένες στρατηγικές (και μεγάλη προσπάθεια) για να «κρύψουν» αυτές τις δυσκολίες σε μεγάλο μέρος της ζωής τους. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα για τα έξυπνα και με υψηλά κίνητρα άτομα και για εκείνους που είχαν μεγάλη οικογενειακή υποστήριξη.
Στην τελευταία περίπτωση αναφέρεται ο όρος masking, ο αγώνας δηλαδή του ατόμου που ανήκει στο φάσμα να ενταχθεί στους νευροτυπικούς, όσους δηλαδή δεν παρουσιάζουν διαταραχές φάσματος αυτισμού.
Τι συστήνεται στους ειδικούς
Ο Δρ Krauss συμβουλεύει τους γιατρούς να έχουν ανοιχτές τις κεραίες τους στο ενδεχόμενο ένας ενήλικος ασθενής, που εκδηλώνει αυτοδιαγνωσμένο αυτισμό, να πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια για αυτισμό αλλά να τα καλύπτει (masking). Aν και οι ενήλικες ασθενείς μπορεί να υιοθετήσουν αυτού του είδους τη διάγνωση λόγω πραγματικών πλεονεκτημάτων (π.χ. μείωση της ντροπής και της απομόνωσης, απόκτηση διευκολύνσεων και υποστήριξης στον χώρο εργασίας) και ότι μπορεί να «έχουν» στην πραγματικότητα κάποια διαταραχή φάσματος αυτισμού, καταλήγει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει κάθε ειδικός να συμβουλεύεται ένα τυποποιημένο εργαλείο αξιολόγησης ή να αξιολογεί την παραπομπή για νευροψυχολογική αξιολόγηση.
Το παυσίπονο άγγιγμα που ηρεμεί τα παιδιά