Παράγοντες σε παιδιά και εφήβους που προβλέπουν την εκδήλωση κατάθλιψης εντόπισε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Psychiatry και διενεργήθηκε από ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής Max Planck στο Μόναχο και του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians στο Ιατρικό Κέντρο του Μονάχου.
Ενώ οι παραδοσιακές μελέτες εστιάζουν στην ανάλυση μιας γενετικής διαφορά ανά περίπτωση και του συσχετισμού της με τον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης, σε αυτή τη μελέτη εξετάστηκαν πολλές γενετικές μεταβλητές που συσχετίζονται με την κατάθλιψη προερχόμενες από ένα δείγμα περισσότερων από 460.000 ενηλίκων, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν μία βαθμολογία που αντικατοπτρίζει τον αυξημένο γενετικό κίνδυνο για εκδήλωση κατάθλιψης – η εν λόγω βαθμολογία είναι επίσης γνωστή ως βαθμολογία πολυγενετικού κινδύνου. Ξεχωριστά, αυτές οι παράμετροι έχουν μικρή επίδραση στις πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης, αλλά όταν συνδυαστούν μπορούν να φέρουν στο φως έναν καλά κρυμμένο κίνδυνο νόσου. Η εν λόγω μέθοδος έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την ποσοτικοποίηση των γονιδιακών κινδύνων για συχνές νόσους όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Η Thorhildur Halldorsdottir πρώτη συγγραφέας της μελέτης εξηγεί λεπτομερώς πώς διεξήχθη η μελέτη: «Το σκορ αρχικά υπολογίστηκε από τα γενετικά δεδομένα που αντλήθηκαν από ένα μεγάλο αριθμό ενηλίκων με κατάθλιψη. Αυτή η παράμετρος ακολούθως αξιολογήθηκε σε μικρότερες ομάδες παιδιών και εφήβων για να αποσαφηνιστεί αν θα μπορούσε να προβλεφθεί η κατάθλιψη και τα συμπτώματά της σε αυτές τις ηλικίες». Επιπρόσθετα, η Δρ. Halldorsdottir έστρεψε το βλέμμα της στην παιδική κακοποίηση η οποία έχει επίσης εντοπιστεί ότι αποτελεί αίτιο κατάθλιψης. «Εξετάσαμε πώς η παιδική κακοποίηση επηρεάζει τον κίνδυνο ανάπτυξης κατάθλιψης και διαπιστώσαμε πως τόσο η βαθμολογία πολυγενετικού κινδύνου όσο και η παιδική κακοποίηση παρείχαν σαφείς και επαρκείς πληροφορίες για την αναγνώριση νέων ανθρώπων που κινδυνεύουν από κατάθλιψη».
Η Elisabeth Binder, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Max Planck συνοψίζει τα ευρήματα λέγοντας πως «Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι η βαθμολογία πολυγονιδιακού κινδύνου η οποία προέκυψε από ενήλικες με κατάθλιψη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση παιδιών που κινδυνεύουν να αναπτύξουν κατάθλιψη πριν την εκδήλωση κλινικών συμπτωμάτων».
«Εφαρμόζοντας τα ευρήματα μελετών όπως αυτής, θα μπορούσαμε στο μέλλον να στοχεύσουμε σε ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης, εκείνων με υψηλό σκορ πολυγονιδιακού κινδύνου ή/και μία ιστορία παιδικής κακοποίησης, ώστε να παρέμβουμε αποτελεσματικά», προσθέτει ο ερευνητής Gerd Schulte-Korne.
«Υπάρχει αρκετή δουλειά που χρειάζεται να γίνει για να τελειοποιήσουμε τον πρώιμο εντοπισμό των νέων ανθρώπων με κίνδυνο κατάθλιψης. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας ποια παιδιά είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη θα μας δώσει την ευκαιρία να υλοποιήσουμε αποτελεσματικές προληπτικές στρατηγικές και να μειώσουμε τον τεράστιο κίνδυνο επιβάρυνσης της υγείας αυτών των ατόμων λόγω της κατάθλιψης», καταλήγει η Δρ. Binder.