Η χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων έχει αυξηθεί σημαντικά παγκοσμίως. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η λήψη τους έχει διπλασιαστεί σε ανεπτυγμένες χώρες μέσα σε μια δεκαετία, κυρίως λόγω της αυξημένης συνειδητοποίησης των ψυχικών διαταραχών και της μείωσης του στίγματος γύρω από αυτές. Για παράδειγμα, στην Ισλανδία το 2011, η ημερήσια κατανάλωση αντικαταθλιπτικών ήταν περίπου 106 δόσεις ανά 1.000 άτομα, σχεδόν διπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς αντικαταθλιπτικών φαρμάκων αυξήθηκε από 16,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023 και αναμένεται να φτάσει τα 19,88 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2028, με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 3,5% έως 4,3%. Αυτή η αύξηση οφείλεται στην αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης ψυχικών διαταραχών και στη βελτίωση της πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα μέσω της τηλεϊατρικής
Ωστόσο, η συζήτηση γύρω από τις παρενέργειες που συνοδεύουν την διακοπή αυτών των φαρμάκων έχει αναζωπυρωθεί, με νέες έρευνες να δείχνουν ότι οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πιο σοβαρές από ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα.
Αρχικά, μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2023 στο The Lancet Psychiatry έδειξε ότι οι παρενέργειες από τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών δεν είναι τόσο συχνές ή σοβαρές όσο υπολογιζόταν προηγουμένως. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της μετά – ανάλυσης 79 μελετών με τη συμμετοχή περισσότερων από 21.000 ασθενών, μόνο το 15% των χρηστών βιώνει κάποια συμπτώματα κατά τη διακοπή των φαρμάκων, ενώ μόλις 2-3% αντιμετωπίζει σοβαρές παρενέργειες.
Τα αντικαταθλιπτικά που εξετάστηκαν περιλαμβάνουν ευρέως χρησιμοποιούμενους αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) όπως η σιταλοπράμη, η σιταλοπράμη και η φλουοξετίνη. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι αυτά τα φάρμακα είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να προκαλέσουν συμπτώματα στέρησης κατά τη διακοπή. Αντίθετα, η ιμιπραμίνη, η παροξετίνη και η βενλαφαξίνη συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο σοβαρών παρενεργειών μετά τη διακοπή τους.
Ανατροπή των δεδομένων: Νέα ανάλυση υποβαθμίζει την αρχική εκτίμηση
Παρά τα ευρήματα αυτά, μια νέα ανάλυση που δημοσιεύθηκε από ερευνητές από τη Βραζιλία και το Ηνωμένο Βασίλειο θέτει υπό αμφισβήτηση τα αποτελέσματα της έρευνας του Ιουνίου. Σύμφωνα με τον καθηγητή John Read από το Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και τον Δρ. James Davies από το Πανεπιστήμιο του Roehampton, οι εκτιμήσεις της αρχικής έρευνας υποβαθμίζουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων στέρησης.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι τουλάχιστον οι μισοί από όσους σταματούν τα αντικαταθλιπτικά παρουσιάζουν κάποια μορφή συμπτωμάτων στέρησης. Στην ανάλυσή τους που δημοσιεύθηκε επίσης στο The Lancet Psychiatry, εξηγούν ότι τα δεδομένα της αρχικής μελέτης βασίστηκαν κυρίως σε έρευνες διάρκειας έως και 25 εβδομάδων, ενώ σχεδόν οι μισές από αυτές τις έρευνες αξιολόγησαν ασθενείς που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά μόνο για 12 εβδομάδες. Ωστόσο, ο μέσος χρήστης αντικαταθλιπτικών παίρνει τα φάρμακα για πολλά χρόνια, γεγονός που μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης παρενεργειών κατά τη διακοπή τους.
Η ανάλυση αυτή υποδηλώνει ότι η πραγματική συχνότητα εμφάνισης συμπτωμάτων στέρησης μπορεί να είναι πολύ υψηλότερη, φτάνοντας έως και το 56% των ασθενών. Αυτό σημαίνει ότι, μόνο στην Αγγλία, από τα 8,7 εκατομμύρια ανθρώπων που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά, από 1,2 έως και 4,7 εκατομμύρια άνθρωποι ενδέχεται να εμφανίσουν συμπτώματα στέρησης όταν προσπαθήσουν να τα διακόψουν.
Οι παρενέργειες από τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών μπορεί να είναι ποικίλες. Τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί περιλαμβάνουν ζαλάδα, πονοκεφάλους, αϋπνία, ναυτία, αλλά και αντιδράσεις από την ψυχική σφαίρα, όπως άγχος και κατάθλιψη. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν αρκετούς μήνες, καθιστώντας τη διαδικασία της διακοπής επίπονη.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η υποβάθμιση των επιπτώσεων αυτών των συμπτωμάτων μπορεί να αποθαρρύνει τη δημιουργία εξειδικευμένων υπηρεσιών για την ασφαλή διακοπή των αντικαταθλιπτικών. Σύμφωνα με τον καθηγητή Read και τον Δρ. Davies, η ανάπτυξη τέτοιων υπηρεσιών είναι βασική για να εξασφαλιστεί η ομαλή διακοπή των φαρμάκων.
Επιπλέον, ερευνητές από το Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο της Ceara στη Βραζιλία προσέθεσαν ότι η αρχική μελέτη παρουσίαζε κάποιες μεθοδολογικές αδυναμίες. Ειδικότερα, τόνισαν ότι η παρακολούθηση των ασθενών μετά τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών ήταν αρκετά σύντομη και σε πολλές περιπτώσεις δεν χρησιμοποιήθηκαν έγκυρα εργαλεία για την εκτίμηση των συμπτωμάτων στέρησης. Η σημασία αυτής της παρατήρησης είναι ότι τα συμπτώματα στέρησης μπορεί να εμφανιστούν μετά από αρκετό χρόνο από τη διακοπή των φαρμάκων, γεγονός που ενδεχομένως να μην καταγράφηκε επαρκώς στις μελέτες μικρότερης διάρκειας.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Αγγλίας, το 15% του πληθυσμού της χώρας , δηλαδή 8,7 εκατομμύρια άτομα, λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά, ενώ η χρήση αυτών των φαρμάκων έχει αυξηθεί κατά 26% σε σχέση με τα προηγούμενα οκτώ χρόνια. Οι γυναίκες ηλικίας 55-59 ετών αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα που τα λαμβάνει.
Κατάθλιψη: Πότε και για ποιους η ψυχοθεραπεία είναι προτιμότερη από τα αντικαταθλιπτικά
Αντικαταθλιπτικά: Διώχνουν τη θλίψη, αλλά και την ευχαρίστηση – Έρευνα προειδοποιεί
Αντικαταθλιπτικά: Οι κάτοικοι ποιας χώρας παίρνουν τα περισσότερα – Η θέση της Ελλάδας