Μειωμένα φαίνεται να είναι τα ποσοστά αυτοκτονιών στον γενικό πληθυσμό τα τελευταία χρόνια, υποδηλώνοντας όχι τόσο τον περιορισμό των στρεσογόνων παραγόντων της καθημερινότητας, όσο μάλλον την καλύτερη διαχείριση και τη μεγαλύτερη στροφή προς τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που μπορούν να παρέχουν πολύτιμη βοήθεια. Στον αντίποδα αυτής της αισιόδοξης τάσης βρίσκονται οι επαγγελματίες ενός συγκεκριμένου κλάδου, οι οποίοι, όπως φαίνεται, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν έντονες δυσκολίες ψυχικής υγείας, καθιστώντας απολύτως επίκαιρη την ανάγκη συνεχούς έρευνας και ανάπτυξης στρατηγικών πρόληψης και διαχείρισης.
Ο λόγος για τους γιατρούς, τα ποσοστά αυτοκτονιών των οποίων, έχουν επίσης μειωθεί, παρουσιάζοντας ωστόσο ισχυρότερη αντίσταση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας ανασκόπησης μελετών που δημοσιεύεται στο The BMJ. Το πρόβλημα παραμένει εκτεταμένο, αφού, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ένας γιατρός αυτοκτονεί κάθε μέρα στις ΗΠΑ και περίπου ένας κάθε 10 ημέρες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Για να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια ανασκόπηση σε μελέτες παρατήρησης που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1960 και Μαρτίου 2024, συγκρίνοντας τα ποσοστά αυτοκτονιών των ιατρών με τον γενικό πληθυσμό. Η ανασκόπηση περιλάμβανε 39 μελέτες από 20 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ωκεανία. Οι μελέτες αυτές κατέγραψαν 3.303 αυτοκτονίες ανδρών και 587 αυτοκτονίες γυναικών σε δύο περιόδους παρατήρησης (1935-2020 και 1960-2020). Ενώ η ανάλυση δεν διαπίστωσε συνολική αύξηση του κινδύνου αυτοκτονιών μεταξύ των ανδρών γιατρών σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ο κίνδυνος για τις γυναίκες γιατρούς βρέθηκε να είναι σημαντικά υψηλότερος (76%) από αυτόν του γενικού πληθυσμού.
Συγκρίνοντας τις πιο πρόσφατες με παλαιότερες μελέτες, οι ερευνητές παρατήρησαν μείωση των ποσοστών αυτοκτονίας τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες γιατρούς με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, το ποσοστό για τις γυναίκες γιατρούς, αν και μειωμένο, παρέμεινε 24% υψηλότερο από εκείνο του γενικού πληθυσμού.
Τα ακριβή αίτια αυτής της μείωσης παραμένουν ασαφή, αλλά οι ειδικοί εικάζουν ότι η αυξημένη ευαισθητοποίηση σε θέματα ψυχικής υγείας και η καλύτερη υποστήριξη στο χώρο εργασίας τα τελευταία χρόνια μπορεί να έχουν συμβάλει σε αυτή την εξέλιξη. Παρά την πρόοδο αυτή, η σημαντική διακύμανση μεταξύ των μελετών υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος αυτοκτονιών μεταξύ των γιατρών δεν είναι ομοιόμορφος σε διαφορετικές περιοχές και πληθυσμούς. Παράγοντες όπως τα περιβάλλοντα εκπαίδευσης, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και η αντιμετώπιση της ψυχικής υγείας πιθανόν να παίζουν ρόλο.
Περαιτέρω ανάλυση αποκάλυψε ότι οι άνδρες γιατροί σημειώνουν 81% υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών σε σύγκριση με άλλες επαγγελματικές ομάδες παρόμοιας κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης. Η τάση φαίνεται παρόμοια για τις γυναίκες γιατρούς, ωστόσο ο περιορισμένος αριθμός μελετών δεν επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα.
Η ανασκόπηση χαρακτηρίζεται από ορισμένους περιορισμούς, όπως η σπανιότητα μελετών από περιοχές εκτός Ευρώπης, ΗΠΑ και Ωκεανίας, καθώς και η πιθανή υποδήλωση των αυτοκτονιών λόγω του στίγματος. Παρά τις προκλήσεις αυτές, η μελέτη προσφέρει μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση των παραγόντων που οδηγούν σε αυτές τις τάσεις. Οι μελετητές υπογραμμίζουν την ανάγκη ενίσχυσης τόσο των ερευνών, όσο και των στρατηγικών πρόληψης, ιδίως με στόχο τη μείωση των ποσοστών αυτοκτονιών μεταξύ των γυναικών ιατρών. Ζητούν επίσης τη διεξαγωγή μελετών για τη διερεύνηση του δυνητικού αντίκτυπου της COVID-19 στα ποσοστά αυτοκτονιών ιατρών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε σχετικό άρθρο, η δρ. Clare Gerada και οι συνάδελφοί της εξηγούν ότι ενώ οι γιατροί μοιράζονται τους ίδιους παράγοντες κινδύνου με τους υπόλοιπους ανθρώπους, αντιμετωπίζουν πρόσθετους κινδύνους, όπως η επαγγελματική εξουθένωση και οι δυσκολίες πρόσβασης σε προγράμματα διαχείρισης της ψυχικής υγείας. Παράλληλα, η επιλογή του ιατρικού επαγγέλματος έχει συσχετιστεί με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως η τελειομανία, η εμμονή και η ανταγωνιστικότητα, τα οποία σε περιβάλλοντα εργασίας με έντονο άγχος μπορεί να οδηγήσουν σε ένα τρίπτυχο ενοχών, χαμηλής αυτοεκτίμησης και επίμονης αίσθησης αποτυχίας. Πρέπει, επιπλέον, να ληφθεί υπόψη ότι οι γιατροί έχουν πρόσβαση σε δυνητικά επικίνδυνα φάρμακα.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μείωση του κινδύνου αυτοκτονιών μεταξύ των γιατρών, ιδίως των γυναικών, απαιτεί την αντιμετώπιση βαθιά ριζωμένων συστημικών ζητημάτων εντός του επαγγέλματος, όπως η βελτίωση της κουλτούρας στο χώρο εργασίας, η διασφάλιση μιας υγιούς ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και η ικανοποίηση των συναισθηματικών και ψυχολογικών αναγκών του ιατρικού προσωπικού. Τονίζουν, τέλος, τη σημασία της διευκόλυνσης πρόσβασης των γιατρών σε υπηρεσίες έγκαιρης παρέμβασης και εμπιστευτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας, διασφαλίζοντας ότι όσοι έχουν ανάγκη λαμβάνουν βοήθεια χωρίς το φόβο του στίγματος ή των επαγγελματικών επιπτώσεων.
ΕΣΥ με δύο πρόσωπα: Ευχαριστημένοι διευθυντές και δυσαρεστημένοι νοσηλευτές – Έρευνα αποκαλύπτει
Οστεοαρθρίτιδα γόνατος: Διπλάσιος ο κίνδυνος για αυτούς τους εργαζόμενους