Τον κομβικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η συμπεριφορική επιστήμη στην αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης τόνισε στο πλαίσιο της ημερίδας του ygeiamou ο επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών της Υγείας του LSE, κ. Ηλίας Κυριόπουλος. «Έχουμε μερικά πρώτα δείγματα από ένα ερευνητικό πρόγραμμα που είναι σε εξέλιξη σχετικά με το πώς οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις μπορούν να βελτιώσουν την εμβολιαστική κάλυψη. Υπάρχει το τελευταίο διάστημα μια μεγάλη συζήτηση, σε διεθνές επίπεδο, για τη νέα δημόσια υγεία, η οποία στρέφεται σε νέες παρεμβάσεις, αξιοποιώντας τη βοήθεια της συμπεριφορικής επιστήμης. Μελετάμε διάφορους παράγοντες, με στόχο να διαπιστώσουμε ποιες συμπεριφορικές παρεμβάσεις είναι πραγματικά αποτελεσματικές», είπε αρχικά ο κ. Κυριόπουλος. Επόμενος στόχος οι διστακτικοί Ο ίδιος αποκάλυψε ότι πρώτος στόχος της προσπάθειας για αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού δεν είναι οι αρνητές των εμβολίων, αλλά όσοι σκέφτονται να εμβολιαστούν, αλλά διστάζουν. «Αυτό είναι και το μεγαλύτερο κοινό», επεσήμανε ο καθηγητής «Προφανώς υπάρχει δισταγμός για τα εμβόλια, αλλά δεν είναι αυτό το βασικό πρόβλημα που κρατά τους εμβολιασμούς σε χαμηλά ποσοστά. Το μεγαλύτερο ζήτημα είναι οι πολίτες πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία του εμβολιασμού, γεγονός το οποίο εν μέρει οφείλεται και στο ότι η ενημέρωση από τους επαγγελματίες υγείας είναι συνήθως ανεπαρκής», επεσήμανε ο κ. Κυριόπουλος. Στη συνέχεια, εξήγησε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από ορισμένες γνωσιακές προκαταλήψεις: • Οι άνθρωποι τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη σημασία σε απόψεις και δεδομένα με τα οποία ούτως ή άλλως συμφωνούν • Υπάρχει η τάση να εστιάζουμε στα αρνητικά νέα • Συχνά, οι αρνητικές επιπτώσεις ενός γεγονότος, όπως η διασπορά ενός ιού, υποτιμώνται • Οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν περισσότερο στην αρνητική επίδραση μιας δράσης όπως ο εμβολιασμός, παρά στα πλεονεκτήματά της. «Η απόφαση για τον εμβολιασμό είναι πολυπαραγοντική: σχετίζεται με το ρίσκο που νιώθει κάποιος σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της επιλογής του, με κοινωνικούς παράγοντες, όπως η γνώμη του γιατρού ή το τι κάνουν οι άλλοι, καθώς και με πρακτικά ζητήματα, όπως το κόστος, η διαθεσιμότητα και η πρόσβαση τα εμβόλια», εξήγησε στη συνέχεια ο κ. Κυριόπουλος. Πώς βοηθά η συμπεριφορική επιστήμη στη συζήτηση για τον εμβολιασμό;
Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις μπορούν να βοηθήσουν σε διάφορα σημεία της προσπάθειας εμβολιαστικής κάλυψης, καταπολεμώντας τις αρνητικές πεποιθήσεις και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και το σχεδιασμό των εμβολιαστικών προγραμμάτων. «Πολλές φορές, οι αποφάσεις μας δεν υπακούν στο ορθολογικό πρότυπο, που σημαίνει ότι ξέρουμε ποιο είναι το σωστό, απλώς για κάποιο λόγο δε το κάνουμε», σχολίασε περαιτέρω ο κ. Κυριόπουλος.
Η παροχή οικονομικών και μη κινήτρων, καθώς και μικρές αλλαγές στη συμπεριφορά μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην αλλαγή προς την επίτευξη μεγαλύτερης εμβολιαστικής κάλυψης, υποστήριξε ο ίδιος. Τέλος, επεσήμανε ότι πέρα από την ανάγκη ενημέρωσης, είναι σημαντικό και το περιεχόμενο των μηνυμάτων, καθώς τα σωστά μηνύματα μπορούν να έχουν πραγματικά σημαντική αποτελεσματικότητα. «Ο εμβολιασμός δεν είναι τίποτε άλλο από μια απόφασης συμπεριφοράς. Ελπίζουμε ότι η συμπεριφορική επιστήμη θα λειτουργήσει ως ένα σημαντικό εργαλείο που θα αναδείξει ποιες αλλαγές πρέπει να κάνουμε, ώστε να πετύχουμε μελλοντικά καλύτερα αποτελέσματα», κατέληξε.