Σημαντική πτώση, κατά 10%, καταγράφει το ποσοστό επαγγελματιών υγείας στη χώρα μας που πιστεύουν ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή. Μαζί με την Γαλλία και την Αυστρία η Ελλάδα είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες η εμπιστοσύνη των επαγγελματιών υγείας γύρω από τον εμβολιασμό «κλονίζεται».
Τα παραπάνω ανέφερε στην παρέμβασή της μέσω βίντεο στην Ημερίδα του ygeiamou για τον εμβολιασμό και τη Δημόσια Υγεία η κυρία Άννα Βίτσερε, Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Vaccines Europe, εμπορικής ένωσης που εκπροσωπεί εταιρείες εμβολίων όλων των μεγεθών που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη.
Παρουσιάζοντας το όραμα για την ευρωπαϊκή πολιτική ανοσοποίησης, ενόψει των επικείμενων εκλογών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η κυρία Βίτσερε σημείωσε ότι το 2022 η εμπιστοσύνη των επαγγελματιών υγείας στα εμβόλια ήταν πολύ υψηλή, πάνω από 90%. «Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες πλην Γαλλίας, Ελλάδας και Αυστρίας. Καταγράφεται ραγδαία πτώση των επαγγελματιών υγείας που λένε ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή. Πτώση πάνω από 10%», τόνισε.
«Η αξία του εμβολιασμού είναι κάτι που λησμονιέται», σημείωσε η Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Vaccines Europe στην προσπάθειά της να αναδείξει την ανάγκη εντατικοποίησης των πολιτικών ανοσοποίησης», και πρόσθεσε: «Αυτός είναι ο λόγος που ανησυχούμε τώρα για τις μεγάλες προκλήσεις, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η κλιματική αλλαγή, ο πληθωρισμός και η γεωπολιτική αστάθεια. Όλες αυτές οι προκλήσεις επίσης διασυνδέονται με την εξάπλωση και άνοδο των υπαρχόντων και νέων μολυσματικών ασθενειών. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν σωστά, ένα ανθεκτικό και βιώσιμο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να έχει στο επίκεντρο τη στρατηγική ανοσοποίησης».
Πάνω από 6 χρόνια για πρόσβαση σε ένα νέο εμβόλιο
Παρουσίασε δε τρεις συγκεκριμένους παράγοντες γύρω από τον εμβολιασμό που χρήζουν προσοχής. Πρώτον, ο χρόνος μέχρι να αποκτήσει ο πληθυσμός της ΕΕ πρόσβαση στα εμβόλια. Όπως είπε, το ένα τρίτο των χωρών της ΕΕ χρειάζεται λιγότερο από δύο χρόνια για να έχει ο πληθυσμός πρόσβαση σε ένα νέο εμβόλιο. «Υπάρχει ένα άλλο τρίτο χωρών στις οποίες αυτό το διάστημα είναι δύο έως έξι χρόνια. Κάτι που αρχίζει να είναι ήδη πολύ ανησυχητικό. Ακόμη ένα τρίτο χωρών χρειάζεται πάνω από έξι χρόνια για να αποκτήσει ο πληθυσμός πρόσβαση σε νέο εμβόλιο», τόνισε.
Παράλληλα, όπως είπε οι προϋπολογισμοί για εμβολιασμό είναι πολύ μικροί στην ΕΕ. «Στην πραγματικότητα το 80% των χωρών της ΕΕ δαπανούν λιγότερο από 0,5% του προϋπολογισμού υγειονομικής περίθαλψης για ανοσοποίηση», ανέφερε σημειώνοντας ότι υπάρχει η ανάγκη αλλαγής από την φροντίδα στην πρόληψη και από την οπτική του κόστους στην επένδυση.
Ως προς την εμπιστοσύνη των πολιτών της ΕΕ στα εμβόλια, η κυρία Βίτσερε εξήγησε ότι από το 2019 έως το 2020 καταγράφηκε υψηλή εμπιστοσύνη. «Και αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στην πανδημία και την ελπίδα του κόσμου ότι τα εμβόλια θα βοηθήσουν να ξεφύγουμε από την κρίση. Όμως, πολλά από τα «κέρδη» του 2020 έχουν αντιστραφεί και η αντίληψη προς τη σημασία της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων έχει μειωθεί σε ολόκληρη την ΕΕ».
Χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού για πνευμονιόκοκκο σε ηλικιωμένους
Η Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Vaccines Europe, παρουσίασε, επίσης, ενδεικτικά αποτελέσματα για εμβολιασμούς στην Ευρώπη. Πιο αναλυτικά, σε σχέση με τον HPV, η Ελλάδα καταγράφει 55% κάλυψη στα κορίτσια, έναντι 83% η Σουηδία και μόλις 8% η Βουλγαρία.
Όσον αφορά στον πνευμονιόκοκκο, ο εμβολιασμός για τα παιδιά «τα πηγαίνει πολύ καλά« σε όλες τις χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Αντιθέτως, πολύ λίγες χώρες της Ευρώπης συστήνουν το συγκεκριμένο εμβόλιο σε ηλικιωμένους. Η κυρία Βίτσερε παρουσίασε και στοιχεία για τη γρίπη, αναφέροντας παραδείγματα πολύ χαμηλής κάλυψης, όπως η Λετονία (4,5%).