Τριάντα επτά χρόνια μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ και οι επιστήμονες ακόμα ερευνούν τις ολέθριες επιπτώσεις που είχε στην υγεία όσων εκτέθηκαν στην ακτινοβολία που εκλύθηκε. Αν και η νεοπλασματική παθολογία του θυρεοειδούς είναι η συχνότερη μορφή καρκίνου που σχετίζεται με αυτήν, νέα μελέτη αποκάλυψε ότι ο συγκεκριμένος αδένας δεν είναι ο μοναδικός που επηρεάζεται. Όσοι εμφάνισαν θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς μετά από την καταστροφή, διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου σε άλλα όργανα, περιλαμβανομένων των επινεφριδίων.
Το θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς προέρχεται από τα θυλακιώδη κύτταρα που παράγουν τη θυροξίνη και είναι ο πιο συχνός καρκίνος αυτού του αδένα, αφού αντιπροσωπεύει το 60-80% των περιστατικών. Έχει υψηλά ποσοστά ίασης (95%) εάν είναι εντοπισμένος μόνο εντός του αδένα και αντιμετωπιστεί εγκαίρως και σωστά. Η ολική θυρεοειδεκτομή και η επικουρική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, αν χρειασθεί, είναι οι επιλογές για τη διαχείριση της κακοήθειας και την ελαχιστοποίηση των υποτροπών.
Αν και οι άνθρωποι που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες ανάπτυξης δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου είναι εκείνοι που ως παιδιά ζούσαν τότε στη σημερινή Ουκρανία, Λευκορωσία και Ρωσία, μελέτες δείχνουν ότι το νέφος που σκέπασε πολλές χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έπληξε την υγεία αρκετών κατοίκων τους. Η αύξηση των ποσοστών καρκίνου του θυρεοειδούς που σημειώθηκε τα μετέπειτα χρόνια αποδόθηκε, κατά ένα ποσοστό, στην έκλυση ραδιενεργών αερίων από τον αντιδραστήρα του συγκεκριμένου πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας.
Με την ανησυχία για ένα νέο ατύχημα, ιδίως σε εμπόλεμη ζώνη, ερευνητές από Πανεπιστήμια της Ελβετίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Λευκορωσίας, ΗΠΑ και Κίνας εξέτασαν εάν οι ασθενείς με θηλώδες καρκίνο του θυρεοειδούς κινδυνεύουν να εμφανίσουν και δεύτερο καρκίνο που δεν σχετίζεται με τον αρχικό. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 30.568 ασθενείς και βρέθηκε ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικοί κίνδυνοι.
Συγκεκριμένα, οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 1990 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Από τα ευρήματα διαπιστώθηκε ότι το 9,2% εμφάνισαν δεύτερη κακοήθεια. Η μέση ηλικία όλων των ασθενών κατά τη στιγμή του πρωτοπαθούς καρκίνου ήταν τα 53,9 έτη και κατά τη στιγμή του δευτεροπαθούς καρκίνου τα 61,5 έτη.
Τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στο JAMA Network Open έδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντικός αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης δεύτερων όγκων του μαστού, του παχέος εντέρου, του ορθού, του μεσοθηλίου, του οφθαλμού, των εσωτερικών γεννητικών οργάνων, των μηνίγγων, των ενδοκρινών αδένων, καθώς και σαρκώματος Kaposi. Οι καρκίνοι του πεπτικού συστήματος και των μαστών ήταν οι πιο συχνοί δεύτεροι πρωτοπαθείς όγκοι στις γυναίκες και του γαστρεντερικού, ουρογεννητικού και ουροποιητικού συστήματος στους άνδρες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές τα δεδομένα αυτά ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην παρακολούθηση των ασθενών που έχουν διαγνωστεί στο παρελθόν με θηλώδη καρκίνωμα του θυρεοειδούς για την ανίχνευση νέων πρωτογενών όγκων σε αρχικό στάδιο.
Από κακοήθη νεοπλασία σε άλλους ενδοκρινείς αδένες, πέραν δηλαδή του θυρεοειδούς, κινδυνεύουν μόνο οι γυναίκες, σύμφωνα με τη μελέτη, από την οποία φάνηκε ότι υπήρχε στατιστικά σημαντικός αυξημένος κίνδυνος για όγκους των επινεφριδίων και κακοήθη νεοπλασία άλλων ενδοκρινών αδένων.
Ειδικότερα ο σπάνιος, πολύ επιθετικός καρκίνος των επινεφριδίων, ο οποίος όμως αντιμετωπίζεται όταν διαγνωσθεί έγκαιρα, απαιτεί κινητοποίηση των ασθενών όταν προκύψει ξαφνική αύξηση βάρους, με αλλαγή των χαρακτηριστικών του προσώπου και του σώματος και εμφάνιση τριχοφυΐας. Όμως, η συγκεκριμένη κακοήθεια μπορεί να παρουσιασθεί και χωρίς υπερπαραγωγή κορτιζόλης και ορμονών του φύλου και να είναι ασυμπτωματική. Τότε, μόνο η τυχαία εύρεσή του στις διαγνωστικές απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία), λόγω κοιλιακού άλγους, μπορεί να οδηγήσει στη διάγνωση και έγκαιρη χειρουργική θεραπεία.
Ο εντοπισμός του καρκίνου των επινεφριδίων σε αρχικό στάδιο και η χειρουργική αφαίρεσή του, προσφέρει ποσοστό πενταετούς επιβίωσης που ξεπερνά 50-60%. Η πρόγνωση, όμως, δεν είναι ευνοϊκή όταν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί σε κοντινά ή απομακρυσμένα όργανα.
Κατά την επινεφριδεκτομή αφαιρείται όλος ο όγκος. Όταν αυτός είναι μικρός, η επέμβαση μπορεί να γίνει λαπαροσκοπικά ή ενδοσκοπικά με οπισθοπεριτοναϊκή επινεφριδεκτομή, ώστε ο ασθενής να αναρρώσει γρηγορότερα. Σε μεγάλους όγκους επιλέγεται η ανοιχτή χειρουργική επέμβαση.