Η κατάσταση κατά την οποία τα παιδιά περπατάνε με τις μύτες των ποδιών χαρακτηρίζεται ως «βάδιση σε ιπποποδία» ή «tip toe walking». Στην περίπτωση εκείνη που δεν υπάρχει μια προφανής παθολογική αιτία, λέμε ότι το παιδί έχει «ιδιοπαθές tip toe walking».
Τα παιδιά, κατά την έναρξη της ανεξάρτητης βάδισης, συχνά βαδίζουν με τις μύτες και όχι με όλο το πέλμα. Γύρω στην ηλικία των 2 ετών αρχίζουν να αναπτύσσουν μορφές βάδισης ανάλογες με αυτές των ενηλίκων, όμως είναι ξεκάθαρο ότι το ώριμο βάδισμα εγκαθίσταται στην ηλικία των 3 ετών. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι η αρχική φάση της βάδισης, που είναι η επαφή της πτέρνης στο έδαφος, γνωστή και ως «heel strike», πρέπει, σε ένα φυσιολογικό παιδί, να εμφανισθεί στην ηλικία των 3 ετών.
Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι επιτακτικό, σε πρώτη φάση, να αποκλεισθούν νοσήματα που μπορούν να προκαλέσουν μια τέτοια κατάσταση. Τέτοια νοσήματα είναι τα συγγενή (συγγενής ραιβοϊπποποδία σε ήπια μορφή), τα νευρομυϊκά (εγκεφαλική παράλυση, πολυομυελίτιδα και άλλα), τοπικά ανατομικά προβλήματα (μετατραυματική ρίκνωση του γαστροκνημίου), η μυϊκή δυστροφία και, σπανίως, ψυχολογικά αίτια.
Έτσι, όταν ένα παιδί συνεχίζει να βαδίζει στις μύτες μετά την ηλικία των 3 ετών, πρέπει πρωτίστως να αποκλεισθεί η ήπια εγκεφαλική παράλυση με τη μορφή της ήπιας διπληγίας, η μυϊκή δυστροφία, το σύνδρομο καθήλωσης του νωτιαίου μυελού, ο όγκος του νωτιαίου μυελού, ο δυσραφισμός του νωτιαίου μυελού, η διαστηματομυελία και η οξεία μυοπάθεια. Επίσης, το περιγεννητικό ιστορικό (ηλικία γέννησης – Apgar score), η καθυστερημένη εμφάνιση νευρομυϊκών δεξιοτήτων και το οικογενειακό ιστορικό πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν και, συνεπώς, η εξέταση από παιδονευρολόγο σε πρώτο χρόνο και εφόσον το κρίνει ο παιδίατρος, είναι μείζονος σημασίας από διαγνωστικής πλευράς. Και, εφόσον το κρίνει ο νευρολόγος απαραίτητο, οι διαγνωστικές παρακλινικές εξετάσεις που βοηθούν στη διαφορική διάγνωση είναι το δυναμικό ηλεκτρομυογράφημα, η ανάλυση βάδισης, ακόμη και το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα.
Σε περίπτωση, όμως, που μετά από έναν πολύ καλό έλεγχο αποκλεισθούν τέτοιου είδους προβλήματα, τότε θεωρούμε ότι το παιδί παρουσιάζει τη λεγόμενη ιδιοπαθή βάδιση στις μύτες των άκρων ποδών (idiopathic tip toe walking ή απλά ΤΤW), που είναι μια ξεχωριστή κλινική οντότητα και σχετίζεται με τοπικές ανατομικές παραλλαγές.
Η βασική αιτία του ιδιοπαθούς TTwalking είναι ο «κοντός Αχίλλειος τένοντας» λόγω βράχυνσης του γαστροκνημίου ή του υποκνημιδίου μυός. Το βασικό πρόβλημα των παιδιών αυτών είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν ραχιαία έκταση της ποδοκνημικής λόγω του «κοντού Αχιλλείου τένοντα». Για να μπορέσει κάποιος να έχει φυσιολογική βάδιση, θα πρέπει η ραχιαία κάμψη της ποδοκνημικής να είναι τουλάχιστον 18 μοίρες, κάτι που αυτά τα παιδιά δεν έχουν.
Συνεπώς, η θεραπευτική προσέγγιση στόχο έχει να βελτιωθεί, με κάποιο τρόπο, η προς τα πάνω κίνηση του άκρου ποδός (ραχιαία κάμψη ποδοκνημικής). Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές επιλογές που βελτιώνουν την κατάσταση αυτή, όπως:
- Διατατικές ασκήσεις του γαστροκνημίου – υποκνημιδίου μυών.
- Εφαρμογή διορθωτικών γυψεπιδέσμων για 8-10 εβδομάδες.
- Νυχτερινοί κηδεμόνες μετά από την εφαρμογή των γυψεπιδέσμων για διατήρηση της διόρθωσης.
- Κνημοποδικοί κηδεμόνες.
- Έγχυση Botox.
- Χειρουργική παρέμβαση.
Η επιλογή της αντιμετώπισης εξαρτάται από την ηλικία και τη βαρύτητα του TTwalking. Σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, ο συνδυασμός φυσικοθεραπείας και η εφαρμογή κνημοποδικού κηδεμόνα φαίνεται να είναι ο καλύτερος συνδυασμός. Σε μεγαλύτερα παιδιά, η χειρουργική παρέμβαση, αν υπάρχουν ή εκτιμάται ότι θα υπάρξουν λειτουργικά προβλήματα στο μέλλον, φαίνεται να είναι η καλύτερη λύση.
Συμπερασματικά, όταν ένα παιδί βαδίζει στις μύτες μετά την ηλικία των 3 ετών, πρέπει πρωτίστως να αποκλεισθεί πιθανό νευρολογικό νόσημα. Αν πράγματι το παιδί διαγνωσθεί ως ιδιοπαθής TTwalker, η θεραπεία, αν χρειαστεί, αποφασίζεται με βάση τη βαρύτητα της ιπποποδίας και την παρουσία ή την πιθανή εμφάνιση στο μέλλον λειτουργικών προβλημάτων.