Οι ορμόνες της όρεξης και του κορεσμού διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της πρόσληψης τροφής και στη διατήρηση της ενεργειακής ισορροπίας στον οργανισμό. Αυτές οι ορμόνες εκκρίνονται από το γαστρεντερικό σύστημα, το πάγκρεας και το λιπώδη ιστό, και δρουν μέσω περίπλοκων μηχανισμών που επηρεάζουν το αίσθημα της πείνας και της πληρότητας. Ακολουθεί μια παρουσίαση των κυριότερων ορμονών που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία.

Ορμόνες που διεγείρουν την όρεξη

Γκρελίνη
Η γκρελίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται κυρίως από το στομάχι, αλλά και σε μικρότερο βαθμό από το λεπτό έντερο, το πάγκρεας και τον εγκέφαλο. Ονομάζεται συχνά «η ορμόνη της πείνας», καθώς τα επίπεδά της αυξάνονται πριν από τα γεύματα και μειώνονται μετά την κατανάλωση τροφής. Η γκρελίνη δρα στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ενεργοποιώντας νευρώνες που αυξάνουν την όρεξη και ενθαρρύνουν την κατανάλωση τροφής. Επίσης, προάγει την αποθήκευση λίπους στο σώμα, συμβάλλοντας στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας.

Νευροπεπτίδιο Υ (NPY)
Το νευροπεπτίδιο Υ είναι ένας νευροδιαβιβαστής που παράγεται στον υποθάλαμο και σχετίζεται με την αύξηση της όρεξης. Επηρεάζει τη συμπεριφορά κατανάλωσης τροφής ενισχύοντας την επιθυμία για πλούσια σε θερμίδες τρόφιμα και μειώνοντας την ενεργειακή δαπάνη του οργανισμού. Η έκκριση του NPY διεγείρεται από τη γκρελίνη και αναστέλλεται από τις ορμόνες κορεσμού.

Αgouti-Related Peptide (AgRP)
Το AgRP είναι ένας ακόμη σημαντικός νευροδιαβιβαστής που παράγεται στον υποθάλαμο και ενισχύει την πείνα. Δρα ανταγωνιστικά με τις ορμόνες κορεσμού, όπως η λεπτίνη, αναστέλλοντας τα σήματα που μειώνουν την όρεξη.

Ορμόνες που προκαλούν κορεσμό

Λεπτίνη
Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από τα λιπώδη κύτταρα και λειτουργεί ως «δείκτης» των αποθεμάτων λίπους στο σώμα. Όταν τα επίπεδα λίπους αυξάνονται, αυξάνεται και η παραγωγή λεπτίνης, η οποία δρα στον υποθάλαμο αναστέλλοντας την όρεξη και ενισχύοντας τον κορεσμό. Αντίθετα, όταν μειώνονται τα αποθέματα λίπους, τα επίπεδα λεπτίνης πέφτουν, διεγείροντας την όρεξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις παχυσαρκίας, παρατηρείται αντίσταση στη λεπτίνη, γεγονός που μειώνει την αποτελεσματικότητά της στη ρύθμιση της πρόσληψης τροφής.

Πεπτίδιο YY (PYY)
Το πεπτίδιο YY εκκρίνεται από τα κύτταρα του λεπτού και του παχέος εντέρου μετά από την κατανάλωση τροφής, ιδιαίτερα πλούσιας σε πρωτεΐνες και λιπαρά. Δρα στον εγκέφαλο, μειώνοντας την αίσθηση της πείνας και προάγοντας τον κορεσμό. Η επίδρασή του είναι σημαντική για τον περιορισμό της υπερκατανάλωσης τροφής.

Χολοκυστοκινίνη (CCK)
Η χολοκυστοκινίνη εκκρίνεται από το λεπτό έντερο κατά τη διάρκεια της πέψης, ειδικά όταν υπάρχουν λιπαρά και πρωτεΐνες στο στομάχι. Δρα τόσο σε κεντρικό επίπεδο, στέλνοντας σήματα κορεσμού στον εγκέφαλο, όσο και σε περιφερικό επίπεδο, επιβραδύνοντας την κένωση του στομάχου και ενισχύοντας την πέψη.

Ινσουλίνη
Η ινσουλίνη, γνωστή κυρίως για τη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, επηρεάζει επίσης την όρεξη και τον κορεσμό. Μετά την κατανάλωση γεύματος, η αύξηση της ινσουλίνης στον οργανισμό συμβάλλει στη μείωση της πείνας μέσω δράσης στον υποθάλαμο. Ωστόσο, όπως και με τη λεπτίνη, η αντίσταση στην ινσουλίνη σε άτομα με παχυσαρκία μπορεί να διαταράξει αυτή τη λειτουργία.

Glucagon like Peptide-1 (GLP-1)
Το GLP-1 είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το έντερο μετά από την κατανάλωση τροφής και προάγει τον κορεσμό. Δρα επιβραδύνοντας την πέψη, καθυστερώντας την κένωση του στομάχου και στέλνοντας σήματα κορεσμού στον εγκέφαλο.

Ισορροπία και διαταραχές

Η συνεργασία των ορμονών όρεξης και κορεσμού είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ενεργειακής ομοιόστασης. Όταν διαταράσσεται αυτή η ισορροπία, μπορεί να προκύψουν προβλήματα όπως παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και διατροφικές διαταραχές. Για παράδειγμα, η αντίσταση στη λεπτίνη και την ινσουλίνη συμβάλλει στην ανεξέλεγκτη αύξηση της όρεξης, ενώ τα αυξημένα επίπεδα γκρελίνης σε συνδυασμό με μειωμένα επίπεδα GLP-1 μπορεί να ενισχύσουν την υπερκατανάλωση τροφής.

Η κατανόηση της λειτουργίας αυτών των ορμονών αποτελεί βασικό στόχο της έρευνας για την ανάπτυξη θεραπειών κατά της παχυσαρκίας και άλλων σχετικών παθήσεων. Τα γνωστά ενέσιμα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που κυκλοφορούν στις μέρες μας είναι αγωνιστές του υποδοχέα του GLP-1.

Διαβάστε επίσης

Διαβήτης: Πάνω από 800 εκατομμύρια ενήλικες ζουν με τη νόσο – Το 59% δεν λαμβάνει θεραπεία 

Παίρνετε φάρμακα για απώλεια βάρους; Τα 7 λάθη που πρέπει να αποφύγετε για καλύτερο αποτέλεσμα 

Απώλεια βάρους:1 στους 4 προτιμά τη φαρμακευτική λύση, αλλά χωρίς να συμβουλευτεί γιατρό