Εδώ και δύο περίπου χρόνια, η διαχείριση της πανδημίας Covid-19 αποτελεί την βασική προτεραιότητα της πολιτικής υγείας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Χάρη στην επιστημονική έρευνα, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα κατέστη εφικτή η ταυτοποίηση του ιού SARS-CoV-2 και η διάθεση εμβολίων και θεραπειών για τη νόσο, την ίδια στιγμή που, στις περισσότερες χώρες, επιβάλλονταν περιορισμοί στην ανθρώπινη δραστηριότητα, σε μια προσπάθεια συγκράτησης του αριθμού των κρουσμάτων σε επίπεδα που τα συστήματα υγείας θα ήταν σε θέση να διαχειριστούν. Τα μέτρα δε αυτά, εντατικοποιούνταν ανάλογα με την πορεία της πανδημίας και υποχωρούσαν κάθε φορά που η τελευταία επέτρεπε τη διατήρηση κάποιων επιπέδων κοινωνικής και οικονομικής ζωής, σχετικά κοντά σε αυτά που θεωρούνται «κανονικά».
Σε αυτή την προσπάθεια, η ανθρώπινη συμπεριφορά αναδείχθηκε κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας σε όλες τις χώρες. Στην Ελλάδα, οι επιδόσεις της πρώτης περιόδου της πανδημίας αποδίδονται αφενός στα αντανακλαστικά της κεντρικής διοίκησης και στην άμεση λήψη μέτρων και αφετέρου στην ανταπόκριση των πολιτών στις αποφάσεις και τις συστάσεις των αρμόδιων αρχών. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια επόμενων κυμάτων, η χαλάρωση της τήρησης των μέτρων και η αδυναμία της επιτήρησης της εφαρμογής τους, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των κρουσμάτων, των νοσηλειών και των θανάτων και, συνακόλουθα, τη δοκιμασία των αντοχών του συστήματος υγείας.
Τι μάθαμε όμως από την πανδημία σε σχέση με τις συμπεριφορές υγείας και ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα, προκειμένου να θωρακισθούμε απέναντι σε αντίστοιχες μελλοντικές απειλές;
Κατ’ αρχάς είναι προφανής η ανάγκη για στροφή στη δημόσια υγεία, η ανάπτυξη της οποίας πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα της πολιτικής υγείας αλλά και άλλων δημόσιων πολιτικών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μία κεντρική υπηρεσία θα αναλάβει τον όλο σχεδιασμό, συνεπικουρούμενη από ένα εκτεταμένο δίκτυο δομών σε όλη την επικράτεια. Στο δίκτυο δε αυτό μπορούν να ενταχθούν φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ιδιωτικές δομές κ.λπ., που θα συνεργάζονται για την υλοποίηση παρεμβάσεων σε εθνικό και περιφερειακό/τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, είναι προφανές ότι για τη θωράκιση της χώρας από μελλοντικές απειλές είναι απαραίτητη η ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και η συστηματική ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών με άλλες χώρες.
Στο ίδιο πλαίσιο, η πανδημία κατέδειξε την ανάγκη εφαρμογής ενός σχεδίου για την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το οποίο επίσης πρέπει να διέπεται από έναν πλουραλισμό ως προς τη συμμετοχή στα αντίστοιχα δίκτυα και τους τρόπους αποζημίωσης των φροντίδων και να διασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση όλων σε αυτό. Βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα είναι η αξιοποίηση των δεδομένων και πληροφοριών που ήδη συλλέγονται από τις πλατφόρμες που λειτουργούν στη χώρα, οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν την ανάδειξη των αναγκών υγείας των πολιτών και των αντίστοιχων κενών του συστήματος και να υποβοηθήσουν με τον τρόπο αυτό τη διαδικασία της κατανομής των πόρων υγείας.
Σημειώνεται ότι, η εμπειρία της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας (άυλη συνταγογράφηση, εμβολιασμός, καταγραφή και ενημέρωση του κοινού για την πορεία βασικών δεικτών της πανδημίας κ.λπ.) είναι απολύτως θετική, διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνεται και από ερευνητικά ευρήματα. Περαιτέρω, η συστηματική παραγωγή δεδομένων και πληροφοριών ενισχύει τη διαφάνεια, τεκμηριώνει τη λήψη των αποφάσεων και, τελικά, συμβάλλει στην ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης του πολίτη με το σύστημα υγείας.
Η τελευταία αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα και των συμπεριφορών που σχετίζονται με την υγεία, κάτι το οποίο διαπιστώθηκε και κατά τις διάφορες φάσεις της πανδημίας. Τα ευρήματα των σχετικών ερευνών του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας είναι ενδεικτικά: κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας το 40% περίπου του πληθυσμού δηλώνει αύξηση της εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς του κράτους που συμμετέχουν στη διαχείριση της πανδημικής κρίσης, ενώ στα επόμενα κύματα (2ο και 3ο) καταγράφεται μείωση από το 52% και το 61% αντίστοιχα. Κατ’ αντιστοιχία δε με αυτά τα ευρήματα, ο βαθμός τήρησης των μέτρων μειωνόταν όσο υποχωρούσε η εμπιστοσύνη στο κράτος και τους θεσμούς του.
Εν κατακλείδι, με την πανδημία να ακολουθεί την οικονομική κρίση, η οποία παγίωσε μια παρατεταμένη δημοσιονομική στενότητα στο σύστημα υγείας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του υγειονομικού τομέα δεν μπορεί να αναβληθεί (για μία ακόμα φορά). Η αναζήτηση πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων είναι επιθυμητή και αναγκαία, ωστόσο, ο κίνδυνος του πολιτικού κόστους σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξής τους δεν υπερισχύει της ανάγκης για αλλαγή και ως εκ τούτου δεν δικαιολογεί νέες ματαιώσεις…