Από την 1η Απριλίου, οι ασφαλισμένοι, και συγκεκριμένα οι δικαιούχοι περίθαλψης του ΕΟΠΥΥ, θα καταβάλλουν στα συμβεβλημένα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και στους κλινικοεργαστηριακούς γιατρούς 1 ευρώ ανά παραπεμπτικό για εκτέλεση διαγνωστικών εξετάσεων βιολογικών υλικών και 3 ευρώ ανά παραπεμπτικό για εκτέλεση απεικονιστικών ελέγχων. Τα ποσά αυτά είναι επιπλέον της συμμετοχής που προβλέπεται για τους ασφαλισμένους. Τα έσοδα που εισπράττονται από διαγνωστικά κέντρα και κλινικοεργαστηριακούς γιατρούς απομειώνουν ισόποσα τη δαπάνη κάθε παρόχου που υποβάλλεται προς αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ, δηλαδή το clawback.
Η διάταξη αυτή περιλήφθηκε χθες σε πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας που βρίσκεται σε διαβούλευση. Ως πληροφορία είχε διακινηθεί από τους κλινικοεργαστηριακούς γιατρούς και τους εκπροσώπους τους λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Είχαν ακολουθήσει οι απαραίτητες διαρροές από κυβερνητικά στελέχη και μετά από το υπουργείο Υγείας, το οποίο το εξέταζε ως πρόταση που εγινε απο τους ίδιους τους κλινικοεργαστηριακούς γιατρούς και τα διαγνωστικά κέντρα για να ανακουφιστούν από τα βάρη του claw back.
Οι συγκεκριμένοι ιδιώτες πάροχοι διαμαρτύρονται – όπως όλοι οι πάροχοι του ΕΟΠΥΥ- για το claw back που πληρώνουν. Κάθε ευρώ πάνω από την κλειστή ετήσια δαπάνη που έχει προϋπολογίσει ο ΕΟΠΥΥ για εξετάσεις καλούνται να το επιστρέψουν – αυτό είναι το περίφημο claw back. Στις συναντήσεις τους με τον συγκεκριμένο κλάδο, όλες οι ηγεσίες του υπουργείου Υγείας διατυπώνουν την κατανόηση και την υποστήριξή τους για το δυσβάσταχτο clawback.
Στην πράξη, ωστόσο, αυτό δεν αποτυπώνεται. Το claw back έχει ταξινομηθεί στα φορολογικά/εισπρακτικά μέτρα της κυβέρνησης, αλλά αποτελεί την περίτρανη απόδειξη της έλλειψης συστήματος καταγραφής, ελέγχου, παρακολούθησης και ανάλυσης κάθε συνταγογράφησης φαρμάκου ή εξετάσεων – και το χειρότερο, της έλλειψης κάθε βούλησης για να γίνουν τα προαναφερθέντα.
Το υπουργείο Υγείας έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία εργαλεία, ιδίως δε τα ψηφιακά πλέον, για να παρακολουθεί το σχετικό πεδίο: Μπορεί να παρακολουθεί πόσες εξετάσεις και γιατί συνταγογραφούνται ανά ασφαλισμένο, πόσες και κάθε πότε εκτελούνται, μπορεί να εφαρμόσει συνταγογραφικούς κανόνες που κατά καιρούς ανακοινώνει, δηλαδή να βάλει φίλτρα στην καταχρηστική συνταγογράφηση, εφόσον την έχει εντοπίσει, να κάνει ελέγχους σε πραγματικό χρόνο και όχι δειγματοληπτικά μόνο. Κι όμως, διαγνωστικά πρωτόκολλα, δικλείδες ασφαλείας, συνταγογραφικοί έλεγχοι, όλα όσα (γνωρίζουμε ότι εφαρμόζονται σε αλλες χώρες και) θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τη σχετική δαπάνη και να ελαχιστοποιήσουν ή και να μηδενίσουν τις επαχθείς επιστροφές του claw back δεν εφαρμόζονται.
Οι υπερβάσεις είναι ο κανόνας, και μάλιστα γίνονται όλο και πιο επαχθείς. Το 2022, ο κλειστός προϋπολογισμός για διαγνωστικές εξετάσεις ήταν 482 εκατομμύρια ευρώ, όμως πραγματοποιήθηκαν εξετάσεις ύψους 640 εκατομμυρίων ευρώ. Το claw back για τον κλάδο ήταν 158 εκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα βάρη θα σηκώσουν τώρα για λογαριασμό των παρόχων του ΕΟΠΥΥ οι ασφαλισμένοι.
Ας δούμε με κάποια ενδεικτικά διαθέσιμα στοιχεία τι επωμίζονται.
Μόνο για το πρώτο εξάμηνο του 2023 είχαν γίνει περίπου 900.000 αξονικές τομογραφίες και άλλες 660.00 μαγνητικές τομογραφίες. Αν υποθέσουμε ότι ανάλογος αριθμός γίνει το πρώτο εξάμηνο του 2024, τότε για κάθε μία εξέταση οι ασφαλισμένοι θα επιβαρύνονται με 3 ευρώ. Δηλαδή, συγκεντρώνεται ποσό ύψους 4.680.000 ευρώ μόνο για τον μισό χρόνο από τους ασφαλισμένους, το οποίο θα αφαιρείται από το ποσό της ετήσιας υπέρβασης (claw back) των διαγνωστικών και των κλινικοεργαστηριακών γιατρών. Αν υπολογιστεί άλλος τόσος αριθμός απεικονιστικών εξετάσεων για το δεύτερο εξάμηνο, τότε τα 3 ευρώ κάθε εξέτασης για όλο τον χρόνο, μας δίνουν το ποσό των 9.360.000 εκατομμυρίων ευρώ.
Αναλόγως για τις εργαστηριακές εξετάσεις. Αν υποτεθεί ότι εφέτος εκδοθούν 33,3 εκατομμύρια παραπεμπτικά, όσα είχαν εκδοθεί για παράδειγμα το 2022, τότε με συμμετοχή 1 ευρώ για κάθε παραπεμπτικό, οι ασφαλισμένοι θα συγκεντρώσουν 33,3 εκατομμύρια ευρώ για να χρηματοδοτήσουν τους κλινικοεργαστηριακούς γιατρούς και τα διαγνωστικά κέντρα.
Άρα, ο κλάδος των εργαστηρίων και των γιατρών θα πλήρωνε 116, 6 εκατομμύρια ευρώ αντί για τα 158 εκατομμύρια ευρώ claw back. Και οι ασφαλισμένοι θα είχαν συγκεντρώσει ευρώ ευρώ τα 43 εκατομμύρια, για την ανακούφιση των παρόχων.
Το δικό τους clawback, θα φορτωθούν, λοιπόν, οι ασφαλισμένοι από το 2024.
Έχει υποδειχθεί επανειλλημένα από ειδικούς οικονομικών της υγείας πως το σύστημα στην Ελλάδα δεν είναι ασθενοκεντρικό, δηλαδή δεν σχεδιάζεται και δεν υλοποιείται σχεδόν τίποτα με γνώμονα τη βελτίωση της θέσης των πολιτών, και η τελευταία διάταξη του υπουργείου Υγείας για τον ΕΟΠΥΥ έρχεται να το επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά.
Οι όροι έχουν αντιστραφεί απολύτως: Αντί ο ΕΟΠΥΥ να φροντίζει για τους ασφαλισμένους του και για την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών υγείας με ευνοϊκότερους όρους για τους ίδιους, ο Οργανισμός μεριμνά πρωτίστως για τους παρόχους. Αντί να εστιάσει στις υπηρεσίες που παρέχει κάθε ιδιώτης πάροχος με τον οποίο συμβάλλεται και να τις αξιολογήσει, τις δέχεται άκριτα και αντιμετωπίζει ισοπεδωτικά και πιθανότατα άδικα και στρεβλά τους παρόχους. Αντί να ξεκαθαρίσει με κριτήρια αντικειμενικά το τοπίο των συμβαλλομένων του και να διασφαλίσει πρωτίστως ποιοτικές και συμφέρουσες υπηρεσίες υγείας αναζητεί τρόπους για να στηρίξει ένα στρεβλό επιχειρείν. Αυτός ο ΕΟΠΥΥ δεν αξίζει στους εκατομμύρια ασφαλισμένους ούτε και στους σωστούς και υποδειγματικούς παρόχους.