Ο σχεδιασμός και η επιτήρηση εφαρμογής των προγραμμάτων εμβολιασμού αποτελεί χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Ο εμβολιασμός ως μέθοδος πρόληψης λοιμωδών νοσημάτων άλλαξε το προσδόκιμο επιβίωσης του ανθρώπου, γι’ αυτό και η παγκόσμια ιατρική κοινότητα επιδιώκει την ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια μεταξύ αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων χωρών.
Η πανδημία της νόσου COVID-19, πέρα από τα υψηλά ποσοστά θνητότητας, επηρέασε αρνητικά και την εφαρμογή των προγραμμάτων εμβολιασμού. Ο περιορισμός των μετακινήσεων, η οικονομική ύφεση, αλλά και η αντίληψη ότι ο εμβολιασμός των παιδιών μπορεί να αναβληθεί χωρίς επιπτώσεις, οδήγησε σε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Η αντίληψη ότι τα περισσότερα εμβόλια αφορούν σε νοσήματα τα οποία έχουν ιστορική αξία και δεν δημιουργούν επιδημίες, τέτοιες που να μπορούν να οδηγήσουν σε δυσμενή έκβαση ή απώλεια της ζωής, δεν είναι πρόσφατη.
Οι υποστηρικτές της χρησιμοποιούν απλουστευμένες προσεγγίσεις, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, που δυστυχώς όμως βρίσκουν συχνά ευήκοα ώτα. Η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Η μείωση ή εξάλειψη πολλών λοιμωδών νοσημάτων οφείλεται σε αυτό που αποκαλούμε ανοσία της αγέλης. Την κατάσταση, δηλαδή, κατά την οποία ο μαζικός εμβολιασμός δημιουργεί ένα «τείχος ανοσίας», εμποδίζοντας τη διασπορά του παθογόνου. Αυτός είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της προληπτικής ιατρικής. Η επίτευξη, δηλαδή, υψηλών ποσοστών εμβολιασμού στην κοινότητα και κυρίως στον παιδιατρικό πληθυσμό, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.
Η τεχνολογία που περιβάλλει τη δημιουργία ποιοτικών εμβολίων έχει κάνει «άλματα». Τα εμβόλια είναι ασφαλή και οι αντενδείξεις εμβολιασμού είναι λίγες σε αριθμό και πολύ συγκεκριμένες. Η πιθανότητα να υπάρξει δυσμενής έκβαση μετά από φυσική νόσο είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σχέση με τη πιθανότητα σοβαρών παρενεργειών μετά από εμβολιασμό. Όλα τα εμβόλια υπόκεινται σε μελέτες ασφάλειας και αποτελεσματικότητας πριν τη διαδικασία αδειοδότησης, η οποία είναι ιδιαίτερα σχολαστική μέσω διεθνών οργανισμών, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, το Αμερικανικό CDC και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO).
Η Ελλάδα διαθέτει ένα σύγχρονο και πλούσιο εμβολιαστικό πρόγραμμα για τα παιδιά και τους εφήβους. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών (ΕΕΕ), υπεύθυνη για τη δημιουργία του προγράμματος, αναλύει τα εθνικά δεδομένα από την καταγραφή των λοιμωδών νοσημάτων, την εμβολιαστική κάλυψη, τα στοιχεία φαρμακοεπαγρύπνισης και κόστους-οφέλους από τη χρήση των εμβολίων. Η ανάλυση αυτή δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε οι αποφάσεις σχετικά με το πρόγραμμα και την ανάγκη ενίσχυσης του να είναι βασισμένες σε επιστημονικά δεδομένα και όχι σε εμπειρικές απόψεις.
Εμβόλιο κατά του Ιού των Ανθρωπίνων Θηλωμάτων
Για το 2022, η επιτροπή ενέκρινε την πλήρη αποζημίωση του εμβολίου κατά του Ιού των Ανθρωπίνων Θηλωμάτων (Human Papilloma Virus-HPV) και στα αγόρια μετά από χρόνια, όπου το εμβόλιο χορηγείτο αποκλειστικά στα κορίτσια προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Με βάση, λοιπόν, το νέο πρόγραμμα εμβολιασμών, το εμβόλιο κατά του HPV ενδείκνυται σε αγόρια και κορίτσια 9-11 ετών, σε σχήμα δύο δόσεων, με σκοπό τη πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και του καρκίνου του στοματοφάρυγγα, λάρυγγα, πέους και πρωκτού, όπως και καλόηθων νοσημάτων, όπως τα περιγεννητικά κονδυλώματα.
Μετά τα 15 έτη χορηγούνται 3 δόσεις του εμβολίου, ενώ υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης έως και την ηλικία των 18 ετών μέχρι τα τέλη του 2023. Πρόκειται, λοιπόν, για μία εξαιρετική εξέλιξη στον τομέα της προληπτικής ιατρικής, καθώς το συγκεκριμένο εμβόλιο οδηγεί σε αποφυγή της λοίμωξης και, κατά συνέπεια, αποφυγή των καρκίνων που σχετίζονται με τον ιό. Το εμβόλιο είναι σε χρήση περίπου 15 χρόνια, είναι ασφαλές, ενώ τα δεδομένα αποτελεσματικότητας είναι πολύ ενθαρρυντικά. Η παγκόσμια χρήση του εμβολίου μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της επίπτωσης του σχετιζόμενου καρκίνου με τον ιό HPV σε ποσοστό έως και 90% σε άνδρες και γυναίκες.
Εμβόλιο του ροταϊού
Δύο ακόμα εμβόλια που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία λόγω της έναρξης της σχολικής δραστηριότητας όλων των ηλικιακών ομάδων χωρίς ατομικά μέτρα προστασίας (μάσκα προσώπου) είναι αυτά έναντι του ροταϊού και του μηνιγγιτιδοκόκκου οροομάδας Β.
Το εμβόλιο του ροταϊού βρίσκεται στο βασικό εμβολιασμό των βρεφών και πρέπει να ολοκληρώνεται η χορήγηση του πριν τον 4ο ή 6ο μήνα ανάλογα με το εμβόλιο που χρησιμοποιείται. Ο ροταϊός αποτελεί συχνό αίτιο νοσηλείας των βρεφών και νηπίων λόγω αφυδάτωσης από γαστρεντερίτιδα. Διασπείρεται ευρέως στην κοινότητα, σε παιδικούς σταθμούς και σχολεία δημιουργώντας τοπικές εξάρσεις. Καθώς το εμβόλιο είναι σε πόσιμη μορφή, είναι εύκολο στη χορήγηση του, δεν προκαλεί δυσφορία και πόνο ενώ έχει καλό προφίλ ασφαλείας. Η χρήση του έχει επιφέρει μεγάλα οφέλη σε ασθενείς αλλά και στα συστήματα υγείας των κρατών που το χρησιμοποιούν καθώς έχει αποτρέψει επιδημίες εντός των νοσοκομειακών μονάδων, άρα και ασφαλή φροντίδα παιδιών με σοβαρά νοσήματα, ενώ αποφεύγεται η διασπορά σε παιδικούς σταθμούς και σχολεία.
Εμβόλιο έναντι του μηνιγγιτιδοκόκκου οροομάδας Β
Το εμβόλιο έναντι του μηνιγγιτιδοκόκκου οροομάδας Β έχει συζητηθεί ευρέως τα τελευταία χρόνια, καθώς η οδηγία της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών είναι για χορήγηση και πλήρη αποζημίωση μόνο σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Το γεγονός αυτό έχει διχάσει ιατρούς και ασθενείς, καθώς η νόσος μπορεί να προσβάλει τον υγιή πληθυσμό με δυσμενή έκβαση, όπως αναπηρία ή απώλεια της ζωής (8-10%).
Το επιχείρημα, λοιπόν, όσων ζητούν γενικευμένη χρήση του εμβολίου αφορά στη βαρύτητα της νόσου, στη δυσκολία έγκαιρης διάγνωσης και στο γεγονός ότι η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος έχει υψηλότερη επίπτωση σε βρέφη και νήπια. Το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό και ασφαλές, οπότε πληρεί το βασικό του σκοπό. Η μη αποζημίωση του στο γενικό πληθυσμό αφορά κυρίως κριτήρια κόστους οφέλους και όχι αποτελεσματικότητας ή ασφάλειας. Με αυτά τα δεδομένα η χορήγηση του εμβολίου είναι επωφελής σε ατομικό επίπεδο και συνιστάται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες με μοναδικό μειονέκτημα την οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών. Η επιτροπή εμβολιασμών εξετάζει ετησίως τα επιδημιολογικά δεδομένα και εφόσον αυτά αλλάξουν θα αναθεωρηθούν και οι οδηγίες.
Ο εμβολιασμός είναι επένδυση σε μια ασφαλή και ποιοτική ζωή. Αποτελεί υποχρέωση φορέων, γονιών και φροντιστών να διασφαλίσουν την πλήρη πρόσβαση και ολοκλήρωση του προγράμματος εμβολιασμών σε όλα τα παιδιά, γεγονός που θα αναδείξει τις αξίες της πρόληψης αλλά και ισότητας στην υγεία.
*O Νίκος Π. Σπυρίδης είναι Παιδίατρος – Λοιμωξιολόγος και Διευθυντής της Παιδιατρικής Κλινικής του ΜΗΤΕΡΑ