Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί στο δυτικό κόσμο τη συχνότερη διαταραχή του μεταβολισμού. Πρόκειται για αύξηση της γλυκόζης του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Η συχνότητά του στην Ελλάδα ανέρχεται στο 8-10% περίπου. Παραδοσιακά, διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους: τον τύπου 1 και τον τύπου 2. Ο πρώτος εμφανίζεται αιφνίδια σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες, ενώ ο δεύτερος σε ενήλικες. Η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων με ΣΔ έχουν ΣΔ τύπου 2 στο πλαίσιο καθιστικής ζωής, έλλειψης άσκησης και παχυσαρκίας.
Κατά τα αρχικά στάδια, ο ΣΔ δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Ωστόσο, σε πολύ μεγάλη αύξηση της γλυκόζης του αίματος, μπορεί το άτομο να χάνει κιλά, να διψά, να πεινά, να έχει μεγάλη ποσότητα ούρων, να ζαλίζεται, να βλέπει θολά κλπ.
Η διάγνωση του ΣΔ γίνεται με τη μέτρηση της γλυκόζης του αίματος σε συνεννόηση με το γιατρό. Θα προβούμε σε αυτήν τη μέτρηση για έναν από τους εξής λόγους: α) ύπαρξη των ανωτέρω συμπτωμάτων, β) υποψία λόγω της παχυσαρκίας, υπέρτασης ή καρδιολογικών προβλημάτων, γ) στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου. Ο τελευταίος είναι ιδιαίτερα σημαντικός, γιατί επιτρέπει την έγκαιρη διάγνωση, την έγκαιρη υιοθέτηση υγιεινής δίαιτας και φαρμακευτικής θεραπείας καθώς και την αποφυγή σοβαρότερων επιπλοκών. Θα σκεφτούμε τον προληπτικό έλεγχο ιδίως σε άτομα με παχυσαρκία ή προοδευτική αύξηση του βάρους, υπέρταση ή καρδιολογικά προβλήματα, αυξημένη χοληστερόλη και/ή τριγλυκερίδια, τυχόν ύπαρξη ΣΔ σε στενούς συγγενείς και σε άλλες ειδικές καταστάσεις.
Μακροχρόνια, ο ΣΔ μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές από τα όργανα του σώματός μας. Μπορεί να οδηγήσει σε αθηροσκλήρωση και στένωση των αρτηριών του εγκεφάλου, της καρδιάς και των ποδιών. Οι τελικές καταλήξεις αυτών μπορεί να είναι αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα και γάγγραινα. Επίσης, μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές της κυκλοφορίας στα μικρά αγγεία του ματιού, των νεφρών και των νεύρων του σώματος. Έτσι, ο ΣΔ παραμένει δυστυχώς πολύ συχνό αίτιο καρδιακού και εγκεφαλικού επεισοδίου, αιμοκάθαρσης, τύφλωσης και ακρωτηριασμών. Σύμφωνα με μελέτη της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, το 45% περίπου τον ατόμων με ΣΔ τύπου 2 παρουσιάζουν κάποια, έστω ήπια, μορφή νεφρικής βλάβης.
Μεταξύ των χρόνιων επιπλοκών, ξεχωριστή θέση έχει το λεγόμενο διαβητικό πόδι. Πρόκειται για πληγές ή άλλες βλάβες οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις, εμφανίζονται στην περιοχή των δακτύλων, του πέλματος και της φτέρνας. Οφείλονται σε μειωμένη κυκλοφορία του αίματος, διαταραχή της στήριξης του ποδιού και της βάδισης, ξερό δέρμα, μόλυνση, μικρούς τραυματισμούς ή ποικίλους συνδυασμούς των παραγόντων αυτών. Έχει υπολογιστεί πολύ σχηματικά ότι 1 στα 4 άτομα με ΣΔ κινδυνεύει να παρουσιάσει τέτοιες βλάβες σε κάποια χρονική στιγμή της ζωής του.
Η ευχάριστη είδηση είναι ότι σήμερα, με την κατάλληλη θεραπεία, οι επιπλοκές αυτές μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προληφθούν και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Ιδιαίτερα τονίζεται η τεράστια πρόοδος με τα νεότερα φάρμακα για την αντιμετώπιση του ΣΔ, μερικά από τα οποία δρουν ευεργετικά και στις βλάβες της καρδιάς, των νεφρών κλπ. Εξίσου αποτελεσματικά χρειάζεται να αντιμετωπιστούν η υπέρταση και η αύξηση των λιπιδίων. Η δίαιτα, η ήπια άσκηση και η διακοπή του καπνίσματος αποτελούν σημαντικά στοιχεία της συνολικής θεραπείας. Τέλος, η ψυχολογική υποστήριξη και η τακτική ιατρική παρακολούθηση ολοκληρώνουν το αποτέλεσμα.