Οι ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις που λαμβάνει το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής μας απασχολούν ήδη όλους. Σε παγκόσμιο επίπεδο εντείνεται ο προβληματισμός και η αγωνία για τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής αλλοίωσης μεταξύ των οικοσυστημάτων. Το αποτύπωμα θα είναι βαθύ και στο πεδίο της δημόσιας υγείας, καθώς η κλιματική αλλαγή αποτελεί πλέον έναν από τους κυριότερους παράγοντες ανάδυσης νέων λοιμωδών στελεχών ή επανεμφάνισης ξεχασμένων μικροργανισμών με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στο ανθρώπινο είδος.
Έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η συνεχιζόμενη απώλεια της βιοποικιλότητας των ειδών και η βίαιη διείσδυση στους φυσικούς οικοτόπους δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για μεταφορά γενετικού υλικού ανάμεσα στα είδη και πιθανά την εμφάνιση πανδημιών στις οποίες ο άνθρωπος δεν έχει προηγούμενη έκθεση και κατά συνέπεια την απαιτούμενη ανοσία.
Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη αύξηση της θερμοκρασίας, με την παράταση της διάρκειας των καλοκαιρινών μηνών, αυξάνει τις μεταδιδόμενες λοιμώδεις ασθένειες όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός μέσω των κουνουπιών, αλλά και των σκνιπών. Κατά την περίοδο των μεγάλων βροχοπτώσεων, των ισχυρών καταιγίδων και των πλημμυρών, νοσήματα όπως η σαλμονέλωση και η χολέρα καταγράφουν υψηλά ποσοστά νόσησης στις περιοχές που πλήττονται.
Τα δεδομένα επιστημονικών ερευνών για τις προεκτάσεις της κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του περιβάλλοντος στον σύγχρονο τρόπο διαβίωσης είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και πολλές δεκαετίες, προμηνύοντας γεωπολιτικές, πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές αλλαγές. Οι υπέρμετρες και με οικονομικά κριτήρια κέρδους ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα η αποψίλωση δασών, οι πυρκαγιές παρθένων εκτάσεων, καθώς και η αλόγιστη εξόρυξη ή η ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων διαταράσσουν σημαντικά τη λεπτή ενεργειακή ισορροπία της φύσης χωρίς γεωγραφικούς και χιλιομετρικούς περιορισμούς, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους που καταγράφονται πολυήμερες πύρινες εστίες που αφήνουν καταστροφικό αποτύπωμα στο πέρασμα τους.
Αν και κανείς δεν είναι αλώβητος από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, σε ομάδες πληθυσμού όπως τα παιδιά, οι ασθενείς με χαμηλή άμυνα του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και οι πάσχοντες από χρόνια μεταβολικά νοσήματα, καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα, θα καταγραφούν τα υψηλότερα ποσοστά νόσησης και θνησιμότητας.
Η επίπτωση στους ασθενείς με αναπνευστικά νοσήματα
Ένα από τα κυριότερα συστήματα του οργανισμού, που θα πληγεί είναι το αναπνευστικό, αφού οι πνεύμονες φιλτράρουν τα εκατομμύρια κυβικά ατμοσφαιρικά αέρα μέσω της διαδικασίας της αναπνοής. Πιο ειδικά, άτομα που πάσχουν από ΧΑΠ (Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια), βρογχικό άσθμα και διάμεσες πνευμονοπάθειες μπορούν να εμφανίσουν παρόξυνση της σταθερής πορείας της νόσου λόγω της φλεγμονής των αεραγωγών, απότοκη των καιρικών συνθηκών και των απότομων θερμοκρασιακών μεταβολών. Κλινικά συμπτώματα όπως δύσπνοια, συριγμός, σφίξιμο στο στήθος, παραγωγικός βήχας, μη παραγωγικός βήχας ή βήχας κατά την άσκηση, κατά τις νυχτερινές ή πρωινές ώρες και μπορούν να παρουσιαστούν τόσο άμεσα όσο και χρονικό διάστημα πέραν του εξαμήνου, τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν σε αναζήτηση άμεσης ιατρικής βοήθειας.
Μέγιστο προσδοκώμενο όφελος η πρόωρη ανίχνευση και διάγνωση της παρόξυνσης με τη χορήγηση της στοχευμένης θεραπευτικής αγωγής, αλλά και την αποτροπή των ερεθιστικών και εκλυτικών παραγόντων για τους πνεύμονες.
Αν και η θεραπεία στοχεύει στον βέλτιστο έλεγχο της νόσου και στην ελαχιστοποίηση των συμπτωμάτων, χαρίζοντας μια ζωή χωρίς περιορισμούς, εντούτοις απαιτείται μια στενή συνεργασία, και συνεχή εκπαίδευση του ασθενούς σύμφωνα με τις εξατομικευμένες ανάγκες της αναπνευστικής του υγείας, με απώτερο στόχο τη μακροπρόθεσμη μείωση της φλεγμονής, αλλά και τη θωράκιση του από απρόβλεπτους εξωγενείς περιβαλλοντικούς παράγοντες.