Είμαστε «συνδεδεμένοι»
Ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού είναι πλέον συνδεδεμένο με το διαδίκτυο. Σε ετήσια έκθεση, στην οποία αναλύονται οι παγκόσμιες τάσεις στη χρήση ψηφιακών μέσων το έτος 2024, καταγράφεται ότι στα 8.08 δις του παγκόσμιου πληθυσμού, το 5.11 δις, δηλαδή ποσοστό 66.2%, είναι χρήστες του διαδικτύου και βρίσκεται κατά μέσο όρο 6 ώρες και 40 λεπτά καθημερινά συνδεδεμένο στο διαδίκτυο. Αναφορικά με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, 5.04 δις, δηλαδή το 62.3% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχει λογαριασμό τον οποίο χρησιμοποιεί καθημερινά κατά μέσο όρο 2 ώρες και 23 λεπτά. Τα ποσοστά σαφώς και διαφοροποιούνται σε διάφορες χώρες της υφηλίου. Στην Ελλάδα των 10.32 εκατομμυρίων κατοίκων, τα 8.9 εκατομμύρια, δηλαδή το 86,2% του πληθυσμού, είναι χρήστες του διαδικτύου και τα 7.40 εκατομμύρια, δηλαδή ποσοστό 71.7% του συνολικού πληθυσμού έχει ενεργό λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Wearesocial – Meltwater, 2024).
Αυτές οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, καθώς και η ταχεία εξάπλωση νέων, ισχυρών τεχνολογικών εργαλείων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της τεχνητής νοημοσύνης, καθιστούν εύκολη την άμεση και γρήγορη πληροφόρηση, αλλά και την παραποίηση, την πλαστογράφηση, την κατασκευή πληροφοριών και γεγονότων. Σε ένα παράλληλο και εξίσου δυναμικό επικοινωνιακό περιβάλλον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν δραματικά αναλήθειες που διασπείρονται από κράτη, επιχειρηματικές οντότητες ή άτομα, καθώς οι πολίτες ανακυκλώνουν και μοιράζονται πληροφορίες χωρίς κριτική σκέψη.
Το φαινόμενο της παραπληροφόρησης, παρότι δεν είναι νέο, αποτελεί πλέον ένα παγκόσμιο πρόβλημα, το οποίο εκτείνεται πέραν της πολιτικής σφαίρας και αγγίζει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, αποκτά όμως ιδιαίτερη σημασία στον τομέα της υγείας, στον οποίο η πληροφόρηση για θέματα πρόληψης και θεραπείας είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι τα άτομα εκτίθενται καθημερινά σε πολλές πληροφορίες, όπως επιστημονικές ειδήσεις, έρευνες, απόψεις, φήμες, αλλά και ψευδείς ειδήσεις που μπορεί να τους προκαλέσουν σύγχυση και αδυναμία λήψης αποφάσεων σε θέματα υγείας και να θέσουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο την υγεία τους.
Οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται πιο γρήγορα
Η παραπληροφόρηση, αν και ο όρος κρίνεται ανεπαρκής για να περιγράψει με σαφήνεια την έκταση της πληροφοριακής ρύπανσης, το φάσμα της πληροφορικής αταξίας, την «οπλοποίηση» και εργαλειοποίηση της πληροφορίας που διέπει το σύγχρονο διαδίκτυο, πολλές φορές μπορεί να μεταδοθεί σκόπιμα για να εξυπηρετήσει ένα κακόβουλο σκοπό, όπως για παράδειγμα να εξαπατήσει τους ανθρώπους να πιστεύουν κάτι για οικονομικό ή πολιτικό όφελος (Tucker et al., 2018). Άλλες πάλι φορές, πολλοί άνθρωποι μοιράζονται πληροφορίες που είναι ψευδείς ή εσφαλμένες χωρίς να το γνωρίζουν και παρότι οι πράξεις τους δεν χαρακτηρίζονται από σκοπιμότητα ή όφελος, συντελούν εν αγνοία τους στη διάδοσή τους. Μια μελέτη που επιχείρησε να κατανοήσει το τρόπο με τον οποίο διαδίδονται οι ψευδείς ειδήσεις στην πλατφόρμα Χ (twitter), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται πιο γρήγορα και ευρύτερα σε όλες τις κατηγορίες πληροφοριών από ότι οι πραγματικές ειδήσεις, καθώς όταν υπολογίστηκε η πιθανότητα αναμετάδοσης (retweet), διαπιστώθηκε ότι οι ψευδείς ειδήσεις είχαν 70% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαδοθούν σε σχέση με τις πραγματικές ειδήσεις (Vosoughi et al., 2018).
Επιπλέον, η παραπληροφόρηση επαυξάνεται από την απουσία εύκολα προσβάσιμης και αξιόπιστης πληροφορίας, δεδομένου ότι όταν οι άνθρωποι ψάχνουν για πληροφορίες και βρίσκουν ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία ή αντιφατικά δεδομένα διακατέχονται από άγχος, σύγχυση και γνωστικές προκαταλήψεις και έχουν την τάση να μοιράζονται τις πληροφορίες με άλλους, προκειμένου να διαπιστώσουν τι πραγματικά συμβαίνει ή να βρουν ειλικρινείς απαντήσεις στις ανησυχίες τους. Κατ’ αντιστοιχία η συχνότητα παραπληροφόρησης σε θέματα δημόσιας υγείας, όπως τα προϊόντα καπνού, τα ναρκωτικά, τα εμβόλια, οι ασθένειες έχει αυξηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Suarez-Lledo et al., 2021) και έχει μειώσει τη θέληση των ατόμων να αναζητούν αποτελεσματικές θεραπείες για τον καρκίνο, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και άλλα θέματα υγείας (Swire-Thompson & Lazer 2019; Wang, et al. 2019).
Χωρίς επαρκή επικοινωνία, έγκυρες και αξιόπιστες ειδήσεις που παρέχουν σαφήνεια, πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται τι να πιστέψουν και ποιες πηγές να εμπιστευτούν. Αυτή η εύθραυστη εμπιστοσύνη καταγράφεται σε πολλές διεθνείς εκθέσεις, καθώς ποσοστό 59.2% έως 56.2% απαντά θετικά στην ερώτηση «πόσο ανησυχείτε για το τι είναι αλήθεια ή ψέμα στο διαδίκτυο;». Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα, σε ενήλικες 18 και άνω, είναι 58.9% (Wearesocial-Meltwater, 2024).
Ο αλφαβητισμός στην υγεία μπορεί να βοηθήσει
Ο αλφαβητισμός στην υγεία είναι μία σύνθετη και πολυδιάστατη έννοια που επηρεάζεται από ατομικές και κοινωνικές μεταβλητές. Η έννοια του αλφαβητισμού στην υγεία, την εποχή των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών και της ψηφιακής πληροφορίας εξελίσσεται και δεν περιλαμβάνει πλέον την ικανότητα του ατόμου να γράφει, να διαβάζει και να κάνει απλές αριθμητικές πράξεις, αλλά περιλαμβάνει τις κοινωνικές και γνωστικές δεξιότητες, και τα κίνητρα των ατόμων να έχουν πρόσβαση, να κατανοούν, να αξιολογούν και να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες υγείας, προκειμένου να κάνουν κρίσεις και να λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούν την υγειονομική περίθαλψη, τις ασθένειες, την πρόληψη των ασθενειών και την προαγωγή της υγείας, για να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους (Institute of Medicine, 2014; Sorensen et al., 2012).
Ο αλφαβητισμός στον τομέα της υγείας δίνει τη δυνατότητα στα άτομα να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την υγεία, να πλοηγούνται σε πολύπλοκα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και να επικοινωνούν αποτελεσματικά με τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης. Ομοίως, οι επαγγελματίες υγείας με ισχυρές δεξιότητες αλφαβητισμού για την υγεία μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά με τους καταναλωτές υπηρεσιών υγείας και τους ασθενείς, να τους εκπαιδεύσουν για τους παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία και την ασθένεια και να τους βοηθήσουν να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις, βάσει έγκυρων και αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων.
Σε πληθώρα μελετών αποτυπώνεται ότι ο χαμηλός αλφαβητισμός συνδέεται με κακή χρήση των προληπτικών υπηρεσιών, κακή επικοινωνία ασθενών με επαγγελματίες υγείας, μη σωστή τήρηση ιατρικών οδηγιών, κακά αποτελέσματα υγείας και κατά επέκταση υψηλότερο κόστος υγειονομικής περίθαλψης. Στην Ελλάδα, σε πανελλαδική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2019 και αφορούσε θέματα επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς και τον αλφαβητισμό στην υγεία, στην ερώτηση «σε τι ενέργειες προβήκατε μετά την ιατρική επίσκεψη;», ποσοστό 48.5% δήλωσε ότι τηλεφώνησε στον γιατρό για να ζητήσει διευκρινίσεις για θέματα που δεν κατάλαβε και σε ποσοστό 30.6% έψαξε στο διαδίκτυο για να δει αν ήταν σωστά όλα όσα του πρότεινε ο γιατρός του. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μόνο ποσοστό 29.2% γνωρίζει πάντα πώς μπορεί να προλάβει τις επιπλοκές από την ασθένειά του, ποσοστό 27.8% γνωρίζει πάντα πού να βρει πληροφορίες σχετικά με τα συμπτώματα και τις διαφορετικές θεραπείες και ποσοστό 40.8% μπορεί να βρει εύκολα πληροφορίες για το τι πρέπει να κάνει και σε ποια υπηρεσία πρέπει να πάει σε περίπτωση επείγοντος περιστατικού (Σίμου, 2019).
Το πρόβλημα της παραπληροφόρησης είναι συστημικό
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η παιδεία στον τομέα της υγείας δεν είναι και δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Δεν είναι κάτι που γεννιόμαστε μαζί, αλλά αυτό που αποκτάμε μέσα από οργανωμένες προσπάθειες ενημέρωσης και εκπαίδευσης. Η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που μπορούν να αντιλαμβάνονται την παραπληροφόρηση και να επιλέγουν με κριτική σκέψη, μέσα στην πλημμυρίδα των πληροφοριών υγείας τις πιο έγκυρες, τις πιο αξιόπιστες, τις πιο επιστημονικά τεκμηριωμένες και κυρίως τις πιο χρήσιμες, μπορεί να αποτελέσει μια λύση στο πρόβλημα της εκτεταμένης παραπληροφόρησης σε θέματα υγείας. Επιπλέον, σε ατομικό επίπεδο, θα πρέπει πριν δημοσιεύσουμε ή κοινοποιήσουμε μια πληροφορία υγείας, να αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να επαληθεύσουμε εάν οι πληροφορίες είναι ακριβείς και εάν η αρχική πηγή είναι αξιόπιστη. Αν δεν είμαστε σίγουροι, έχουμε πάντα την επιλογή να μην κοινοποιήσουμε. Όταν μιλάμε με φίλους και συγγενείς που έχουν λανθασμένες αντιλήψεις ή προκαταλήψεις, μπορούμε να κάνουμε ερωτήσεις για να κατανοήσουμε τις ανησυχίες τους, να ακούσουμε με ενσυναίσθηση και να προσφέρουμε καθοδήγηση για την εύρεση πηγών που διαθέτουν έγκυρες και επιστημονικά τεκμηριωμένες πληροφορίες υγείας.
Ωστόσο, το θέμα δεν αφορά μόνο την ατομική ευθύνη. Είναι βαθύτατα συστημικό και τα συστημικά προβλήματα απαιτούν συστημικές λύσεις. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους βαθύτερους παράγοντες που δημιουργούν ή ευνοούν την παραπληροφόρηση. Σημαντικά ερωτήματα που αφορούν την ευθύνη και τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για την πρόληψη και την καταστολή του φαινομένου της παραπληροφόρησης στην υγεία και την ανάπτυξη δεξιοτήτων τεχνολογικού αλφαβητισμού από τους οργανισμούς δημόσιας υγείας και τις επιχειρηματικές οντότητες που ελέγχουν τις τεχνολογικές πλατφόρμες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θα πρέπει να απαντηθούν με ολιστικά στρατηγικά και επικοινωνιακά πλάνα και πολιτικές.
Η παραπληροφόρηση για την υγεία αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, να αυξήσει τη δυσπιστία, να βλάψει την υγεία των ατόμων και να υπονομεύσει τις προσπάθειες δημόσιας υγείας σε μακροπρόθεσμη βάση. Ο περιορισμός της διάδοσης της παραπληροφόρησης για την υγεία είναι μια ηθική και πολιτική επιταγή που θα απαιτήσει συστηματική προσπάθεια ολόκληρης της κοινωνίας.