Ως προωρότητα ορίζεται η γέννηση ενός νεογνού πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης. Ενώ διεθνώς υπολογίζεται ότι 1 στα 10 νεογνά γεννιέται πρόωρα, στις αναπτυγμένες χώρες, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, όπου οι θεραπείες υπογονιμότητας έχουν βελτιωθεί σημαντικά και οι πολύδυμες και επιπλεγμένες κυήσεις έχουν αυξηθεί, τα ποσοστά προωρότητας εκτιμάται πως είναι ακόμα μεγαλύτερα.
Όψιμα πρόωρα νεογνά
Αναμφισβήτητα, όσο πιο πρόωρο και λιποβαρές γεννιέται ένα νεογνό, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος επιπλοκών για την υγεία του. Τα νεογνά που γεννιούνται μεταξύ 34 και 36 εβδομάδων αποτελούν μια υποομάδα νεογνών, που συχνά αναφέρονται ως όψιμα πρόωρα νεογνά, για τα οποία ο γενικός πληθυσμός θεωρεί λανθασμένα ότι δεν κινδυνεύουν, γιατί είναι «σχεδόν τελειόμηνα». Τα νεογνά αυτά, ενώ έχουν χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας και θα καταφέρουν να επιστρέψουν στην οικογένειά τους κατά κύριο λόγο υγιή, μπορεί να αντιμετωπίσουν βραχυπροθέσμα και μακροπρόθεσμα προβλήματα.
Οι διαδικασίες προσαρμογής και μετάβασής των νεογνών αυτών στο εξωμήτριο περιβάλλον είναι ανώριμες. Συχνά αντιμετωπίζουν αναπνευστικές δυσκολίες, αστάθεια θερμοκρασίας, υπογλυκαιμία, ίκτερο και προβλήματα σίτισης και, ως επακόλουθο, εισάγονται στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών, αποχωριζόμενα τους γονείς τους. Ενώ είναι καθησυχαστικό ότι τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα των νεογνών αυτών είναι αναστρέψιμα, η εμπειρία της γέννησης για την οικογένεια είναι τελικά στρεσογόνος, με αυξημένο το συνολικό κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Είναι σημαντικό οι επίτοκες να λαμβάνουν προγεννητική συμβουλή (counselling) σχετικά με την ευαλωτότητα των όψιμων πρόωρων βρεφών και να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια, ώστε να προσφέρονται σε κάθε επίτοκο οι προγεννητικές παρεμβάσεις (κορτικοειδή, μαγνήσιο, καθυστέρηση απολίνωσης του ομφαλίου) που έχουν αποδειχθεί πως μειώνουν τη νοσηρότητα των προώρων νεογνών. Ιδανικά, οι κυήσεις χωρίς επιπλοκές θα πρέπει να φτάνουν την τελειόμηνη ηλικία των 40 εβδομάδων και οι κυήσεις υψηλού κινδύνου να πλησιάζουν τις 37 εβδομάδες. Αναμφίβολα, σε όλες τις ηλικίες κύησης, οι κίνδυνοι από τη συνέχιση της εγκυμοσύνης πρέπει να εκτιμώνται προσεκτικά έναντι των κινδύνων του τοκετού και του σχετικού κινδύνου προωρότητας.
Τα νεογνά με ήπια προωρότητα γεννιούνται πριν την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Η αύξηση του όγκου του εγκεφάλου, της παρεγκεφαλίδας, της φαιάς ουσίας, καθώς και η μυελίνωση της λευκής ουσίας είναι ραγδαίες στο τέλος του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, μεταξύ 34 και 40 εβδομάδων. Στα όψιμα νεογνά διακόπτεται η ενδομήτρια ωρίμανση του εγκεφάλου, προδιαθέτοντας αυτό τον πληθυσμό σε αναπτυξιακές διαταραχές.
Διεθνή δεδομένα δείχνουν ότι το όψιμο πρόωρο βρέφος θα χρειαστεί στενή αναπτυξιακή παρακολούθηση παρά τη φαινομενικά υγιή παρουσίασή του. Οι γονείς, οι παιδίατροι, και οι επαγγελματίες της εκπαίδευσης πρέπει να παρακολουθούν τους ασθενείς αυτούς για προβλήματα συμπεριφοράς, λόγου, κινητικών δεξιοτήτων και πιθανή σχολική υποεπίδοση, ώστε να παρέχουν έγκαιρες παραπομπές σε ειδικές θεραπείες. Έχει αποδειχθεί συστηματικά ότι η πρώιμη παρέμβαση φυσιοθεραπευτών, λογοθεραπευτών, και εργοθεραπευτών ακόμα και από τους πρώτους έξι μήνες της ζωής βελτιώνει σημαντικά το νευρο-αναπτυξιακό αποτέλεσμα των βρεφών με ήπια προωρότητα.