Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Hadassah της Ιερουσαλήμ, ο νευροεπιστήμονας Hagai Bergman ανακάλυψε μια περιοχή στον εγκέφαλο, η οποία υπερλειτουργούσε στα άτομα με νόσο Πάρκινσον. Ο ερευνητής (καθηγητής σήμερα) παρατήρησε ότι, μεταβάλλοντας την ηλεκτρική δραστηριότητα στην περιοχή αυτή, βελτιωνόταν η λειτουργία της.
Το 2001, ο αμερικανικός οργανισμός FDA (Food & Drug Administration) έδωσε έγκριση για την εφαρμογή μιας μεθόδου θεραπείας της νόσου Πάρκινσον, που βασιζόταν στην ανακάλυψη του Hagai Bergman. Επρόκειτο για την εμφύτευση ηλεκτροδίων που προκαλούσαν ηλεκτρική διέγερση στη συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου.
Η μέθοδος ονομάστηκε DBS (Deep Brain Stimulation – Εν τω βάθει Εγκεφαλική Διέγερση) και η πρώτη επίσημη εφαρμογή της έγινε το 2003 με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα για τον ασθενή που υπεβλήθη στην επέμβαση από τον καθηγητή Alim Benabid στην Grenoble της Γαλλίας.
Στη συνέχεια, η μέθοδος άρχισε να εφαρμόζεται ευρύτερα σε ασθενείς με νόσο Πάρκινσον, στους οποίους η φαρμακευτική θεραπεία δεν είχε αποτελέσματα και, έτσι, άρχισε να εδραιώνεται στις ΗΠΑ. Τα επιτυχή αποτελέσματα ώθησαν τους νευροχειρουργούς, σε όλο πλέον τον κόσμο, να αρχίσουν όχι μόνο να εφαρμόζουν τη συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά και να διερευνήσουν την εφαρμογή της σε σχέση με άλλες παθήσεις, όπως η δυστονία (κινητική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ακούσιες συσπάσεις των μυών), η επιληψία, η ψυχαναγκαστική διαταραχή, οι διαταραχές επιπέδου συνείδησης και άλλα ψυχιατρικά σύνδρομα και εθισμοί.
Η επιτυχία της μεθόδου ήταν ανάλογη σε όλα τα παραπάνω προβλήματα. Το Metropolitan Hospital, πρωτοπορώντας για άλλη μια φορά στην Ελλάδα, ξεκίνησε την εφαρμογή της μεθόδου το 2013, δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία σε ασθενείς με νόσο Πάρκινσον ή επιληψία, για τους οποίους η φαρμακευτική θεραπεία δεν λειτουργούσε ή είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της.
Τι είναι η εν τω βάθει Εγκεφαλική Διέγερση (DBS)
Η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση (DBS) είναι η μόνη επεμβατική θεραπεία για τη νόσο Πάρκινσον. Πρόκειται για μια νευροχειρουργική επέμβαση, κατά την οποία, μέσω μικρών οπών στο κρανίο, εμφυτεύονται μικροσκοπικά ηλεκτρόδια σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου (πυρήνες-στόχοι), με σκοπό τη διέγερσή τους για την αντιμετώπιση ιδιαίτερων νευρολογικών και ψυχιατρικών καταστάσεων. Τα ηλεκτρόδια αυτά συνδέονται με καλώδια που κάνουν, κάτω από το δέρμα, μια διαδρομή που ξεκινάει πίσω από το αυτί και τελειώνει στον θώρακα κάτω από την κλείδα, σε έναν νευροδιεγέρτη που εμφυτεύεται στην περιοχή, επίσης κάτω από το δέρμα.
Ο νευροδιεγέρτης είναι ένας ηλεκτρονικός βηματοδότης (όμοιος με αυτόν της καρδιάς), ο οποίος παράγει ηλεκτρικές ώσεις που, μέσω των καλωδίων, φτάνουν στα εμφυτευμένα ηλεκτρόδια και αλλάζουν τα νευρικά σήματα που δημιουργούν το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Σε ποιους ασθενείς μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος DBS;
Για να διαπιστωθεί αν ο ασθενής θα ωφεληθεί από την τοποθέτηση νευροδιεγέρτη απαιτείται λεπτομερής έλεγχος ο οποίος περιλαμβάνει:
- Νευρολογική εξέταση και λήψη ιστορικού
- Διενέργεια δοκιμασίας LDOPA: κατά τη δοκιμασία αυτή ο ασθενής διακόπτει την αγωγή του το μεσημέρι της παραμονής της εξέτασης και για 12 ώρες.
Το επόμενο πρωί εξετάζεται στη χειρότερη κινητική κατάσταση OFF (best OFF). Στη συνέχεια του δίδεται μια συγκεκριμένη ποσότητα ντοπαμίνης και εξετάζεται στην καλύτερη κινητική κατάσταση ΟΝ (best ON). Για να είναι κατάλληλος για την εμφύτευση νευροδιεγέρτη θα πρέπει η βελτίωση από το καλύτερο OFF στο καλύτερο ΟΝ να είναι πάνω από 30%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ασθενής μετά την επέμβαση αναμένει να βρίσκεται σε αυτή την καλύτερη κινητική κατάσταση ON (best ON) καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας χωρίς διακυμάνσεις όπως η υπερκινησία ή η ακινησία. Η δοκιμασία διαρκεί περίπου 2-4 ώρες.
- Νευροψυχολογικό έλεγχο ανώτερων νοητικών λειτουργιών και ψυχικής σφαίρας από νευροψυχολόγο-ψυχίατρο
- Διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου MRI.
Γενικά, όμως, η εφαρμογή της μεθόδου DBS θα πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν πιο νωρίς σε σχέση με την έναρξη της νόσου και πάντως πολύ πριν το τελικό στάδιό της, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι πτώσεις, τα κατάγματα, ο κλινοστατισμός και η αναπηρία, και να επιτυγχάνεται η ανεξαρτητοποίηση του ασθενή και της οικογένειάς του.
Η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί αυτό είναι όταν ο ασθενής έχει κάποιο από τα παρακάτω συμπτώματα:
- Σοβαρή δυσκολία στις καθημερινές δραστηριότητες εξαιτίας της νόσου λόγω υπερκινησιών ή συχνών διακυμάνσεων μεταξύ περιόδων ΟΝ και OFF
- Καλή δράση της ντοπαμίνης στα κινητικά συμπτώματα
- Συχνή χρήση ντοπαμίνης (τέσσερις ή περισσότερες φορές ημερησίως)
- Απουσία ψυχικών νοσημάτων ή σοβαρής άνοιας
- Υποστηρικτικό περιβάλλον
- Βιολογική ηλικία μέχρι 70 ετών
Τότε, η μέθοδος DBS επιτυγχάνει κάτι εκπληκτικό: «γυρνάει τη νόσο 10 χρόνια πίσω» όπως λέγεται. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, προσφέρει βελτίωση κατά μέσο όρο 73% των κινητικών συμπτωμάτων, 58% μείωση της φαρμακευτικής αγωγής και 67% των δυσκινησιών. Ας σημειωθεί ότι η δοκιμασία LDOPA (LDOPA TEST) που προηγείται της επέμβασης, επιτρέπει σε ασθενή και ιατρό να γνωρίζουν το ποσοστό βελτίωσης που θα προκύψει με την επέμβαση, ενώ η διάρκεια των αποτελεσμάτων αυτής είναι τουλάχιστον δέκα έτη. Δέκα έτη ανεξαρτησίας για τον ασθενή αλλά και για τα οικεία του άτομα.
Η επέμβαση
Η επέμβαση DBS περιλαμβάνει δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση ο ασθενής βρίσκεται σε ήπια καταστολή, δηλαδή δεν αισθάνεται πόνο και παράλληλα μπορεί να συνομιλεί με τον νευροχειρουργό και να απαντάει στις ερωτήσεις του. Σε αυτή τη φάση, τοποθετούνται τα ηλεκτρόδια στην περιοχή του εγκεφάλου που έχει επιλεγεί, μέσω μικρών οπών στο κρανίο του ασθενούς. Η εμφύτευση γίνεται από τον νευροχειρουργό με τη βοήθεια του νευρολόγου. Στη συνέχεια, επαληθεύεται η σωστή λειτουργία των ηλεκτροδίων και ο ασθενής υποβάλλεται πλέον σε γενική αναισθησία, τοποθετείται ο νευροδιεγέρτης/βηματοδότης και συνδέονται τα ηλεκτρόδια με αυτόν. Η διάρκεια και των δύο φάσεων της επέμβασης είναι περίπου 4 ώρες.
Ο ασθενής μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι του από την επόμενη ημέρα. Η επιτυχία της επέμβασης, η κατάκτηση δηλαδή του ποσοστού βελτίωσης που έχει προσδιοριστεί με τη δοκιμασία LDOPA, εξαρτάται απόλυτα από: το στάδιο της νόσου (σύμφωνα με την μελέτη EARLYSTIM -2013-, «όσο πιο νωρίς τόσο πιο καλά»), τη σωστή επιλογή του ασθενούς, την επιτυχημένη τοποθέτηση των ηλεκτροδίων, τη ρύθμιση των παραμέτρων του νευροδιεγέρτη και τη συμμόρφωση του ασθενούς στις οδηγίες των ιατρών.
Μετά την επέμβαση
Η διάρκεια νοσηλείας κυμαίνεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την ηλικία του ασθενούς, από 2 έως 3 ημέρες. Για να φύγει ο ασθενής από το κέντρο νοσηλείας πρέπει να μπορεί να κινείται με άνεση, χωρίς κινητικές διακυμάνσεις και αυτόνομα. Για χρονικό διάστημα τριών μηνών μετά την επέμβαση πραγματοποιούνται από τον νευρολόγο ρυθμίσεις των παραμέτρων του νευροδιεγέρτη. Η κάθε συνεδρία ρύθμισης διαρκεί 1-2 ώρες και γίνεται κάθε 4 εβδομάδες. Μετά το εξάμηνο η παρακολούθηση γίνεται ετήσια.
Επιπλοκές
Οι επιπλοκές της επέμβασης DBS είναι ελάχιστες και συνήθως αναστρέψιμες υπό την προϋπόθεση ότι αυτή έχει σχεδιαστεί από έμπειρο νευροχειρουργό, σε ένα κέντρο με σύγχρονο εξοπλισμό και διαπιστευμένο για τη συγκεκριμένη επέμβαση όπως η Μονάδα Νόσου Πάρκινσον του Metropolitan Hospital.