Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι η κύρια αιτία θανάτου από κακοήθη νοσήματα παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα. Για τους περισσότερους ασθενείς (αλλά όχι για όλους), σχετίζεται αιτιολογικά με το κάπνισμα και μπορεί να διαγνωστεί έγκαιρα, με τη χρήση αξονικής τομογραφίας θώρακα, χαμηλής δόσης. Παρ’ όλα αυτά, αν και σε αρκετούς ασθενείς η νόσος εξακολουθεί να διαγιγνώσκεται σε προχωρημένα στάδια, το φάσμα των διαθέσιμων θεραπευτικών επιλογών έχει διευρυνθεί σημαντικά.

Η ενδεδειγμένη θεραπεία του καρκίνου πνεύμονα εξαρτάται από τον ιστολογικό τύπο, την μοριακή ταυτοποίηση, την έκταση της νόσου και το ατομικό ιστορικό του ασθενή (συνοδές παθήσεις, συμπτώματα κλπ.). Στόχος είναι η εξατομίκευση των θεραπευτικών επιλογών, ώστε να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα, με την ελάχιστη τοξικότητα.

Σε αρχικά στάδια της νόσου, συχνά απαιτείται συνδυαστική θεραπεία που να περιλαμβάνει προσεγγίσεις όπως: Χειρουργείο, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία, στοχεύουσες και βιολογικές θεραπείες, με σκοπό την πλήρη ίαση. Σε πιο προχωρημένα στάδια, η εξατομίκευση των ανωτέρω συνδυαστικών θεραπειών επιτυγχάνει σημαντική βελτίωση του χρόνου και της ποιότητας ζωής των ασθενών, μετατρέποντας συχνά ένα πρώην θανατηφόρο νόσημα σε χρόνια νόσο.

Για να ληφθούν θεραπευτικές αποφάσεις, πέραν των ιδιαίτερων κλινικών χαρακτηριστικών του κάθε ασθενή, απαιτείται ενδελεχής μελέτη του ιστολογικού και μοριακού τύπου του νεοπλάσματος. Ακολούθως, και στα πλαίσια ενός Ογκολογικού Συμβουλίου, όλες οι εμπλεκόμενες ειδικότητες (ακτινολόγος, παθολογοανατόμος, ογκολόγος, πνευμονολόγος, θωρακοχειρουργός, μοριακός βιολόγος, ψυχολόγος, διαιτολόγος κ.ά.) συναποφασίζουν την βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση. Η επιστήμη συνεχώς εξελίσσεται, προσφέροντας νέα σκευάσματα, αλλά και νέες ενδείξεις, στην υπηρεσία των ασθενών.

Ενδεικτικά, τα σκευάσματα της ανοσοθεραπείας δρουν ενισχύοντας την άμυνα του οργανισμού και εξουδετερώνοντας μοριακά «φρένα», που εμποδίζουν την αναγνώριση και καταπολέμηση του όγκου από το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή. Η ανοσοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό. Έχει θέση σε όλα τα στάδια της νόσου (και σε αρχικά στάδια) με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Μπορεί να δημιουργήσει ανοσολογική μνήμη στον ασθενή και να εξασφαλίσει μακροχρόνια αποτελέσματα. Η τοξικότητα που προκαλεί σχετίζεται με την υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος, είναι περιορισμένη, εύκολα διαχειρίσιμη και συνήθως αναστρέψιμη.

Η πρόωρη διακοπή της θεραπείας λόγω τοξικότητας δεν είναι συχνή, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά η αποτελεσματικότητά της παραμένει επί μακρόν. Θα πρέπει ο κάθε ασθενής και οι φροντιστές του να συζητούν με τον θεράποντα ογκολόγο και τις εμπλεκόμενες ειδικότητες, ώστε να επιτυγχάνεται η διεπιστημονική και η εξατομικευμένη προσέγγιση. Μόνο με την καλή επικοινωνία και τη συνεργασία όλων θα μπορέσει η κάθε θεραπεία να βρει τον πιο αποτελεσματικό ρόλο της και ο κάθε ασθενής να ωφεληθεί το μέγιστο.