Προεγχειρητική διάγνωση είναι η ιστολογική ανάλυση του όγκου η οποία γίνεται πριν την αντιμετώπιση του καρκίνου μαστού.
Οι τρόποι που πραγματοποιείται η προεγχειρητική διάγνωση είναι είτε με λήψη κυττάρων με λεπτή βελόνη (FNA) και κυτταρολογική, είτε η λήψη ιστού με τέμνουσα βελόνη με πιστολάκι βιοψίας (core biopsy). Η δεύτερη τεχνική πλεονεκτεί διότι μας παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τον βιολογικό υπότυπο του όγκου, ενώ η πρώτη τεχνική αποτυπώνει συνήθως αν η βλάβη είναι καλοήθης ή κακοήθης. Προηγείται βέβαια η διενέργεια απεικονιστικών διαγνωστικών μεθόδων, όπως είναι η μαστογραφία, το υπερηχογράφημα, και η μαγνητική.

Πότε διενεργείται η προεγχειρητική διάγνωση;

Στο παρελθόν η διάγνωση γινόταν κατά τη διάρκεια του χειρουργείου μέσω της ταχείας βιοψίας, αλλά αυτό σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί και προτιμούμε να έχουμε πριν το χειρουργείο όλες τις πληροφορίες που αφορά στο συγκεκριμένο καρκίνο. Εκτός από τις πολύτιμες πληροφορίες που λαμβάνουμε για να αποφασίσουμε για τη θεραπεία που θα ακολουθήσουμε, έχουμε τη γνώση και το χρόνο να ενημερώσουμε σωστά την ασθενή και να πάρουμε από κοινού τις αποφάσεις των χειρισμών μας.

Η αναγνώριση του βιολογικού υπότυπου είναι πολύ σημαντική για την επιλογή των κατάλληλων θεραπευτικών χειρισμών και τη σειρά που θα ακολουθήσουμε. Δηλαδή θα γίνει πρώτα το χειρουργείο ή πρώτα η συστηματική θεραπεία, συνήθως χημειοθεραπεία και έπειτα θα ακολουθήσει η χειρουργική επέμβαση;

Εννοείται, πως έχει προηγηθεί αυτής της διαδικασίας η σταδιοποίηση της νόσου για να ξέρουμε αν υπάρχουν ή όχι συστηματικές μεταστάσεις.

Αναγνώριση του βιολογικού υπότυπου μέσω της ιστολογικής εξέτασης

Όπως έχει αναφερθεί όταν παίρνουμε ιστό με το πιστολάκι γίνεται ιστολογική εξέταση αυτού. Στην ιστολογική εξέταση λαμβάνουμε πληροφορίες για τον τύπο του καρκίνου, αν είναι πορογενής ή λοβιακός. Οι τύποι αυτοί χαρακτηρίζονται από τη διάταξη των καρκινικών κυττάρων στον ιστό και έχουν διαφορετικά κλινικά χαρακτηριστικά.

Επίσης, αναγνωρίζουμε τον βαθμό διαφοροποίησης, δηλαδή αν το καρκινικό κύτταρο μοιάζει με το φυσιολογικό ή αν είναι περισσότερο άτυπο. Οπότε έχουμε κύτταρα υψηλής διαφοροποίησης, που είναι εκείνα που μοιάζουν με τα φυσιολογικά (grade I), μέτριας διαφοροποίησης (grade II) και χαμηλής διαφοροποίησης, τα πιο άτυπα (grade III). Προσοχή να μην συγχέεται ο βαθμός διαφοροποίησης με το στάδιο της νόσου.

Το στάδιο στον πρώιμο καρκίνο μαστού προσδιορίζεται από το μέγεθος του όγκου και αν έχουμε ή όχι θετικούς λεμφαδένες. Εάν υπάρχουν μεταστάσεις το στάδιο είναι IV. Όγκος έως 2 εκατοστά χωρίς διηθημένους λεμφαδένες χαρακτηρίζεται σαν στάδιο I , ενώ όγκος 2 έως 5 εκατοστά ή με θετικούς λεμφαδένες στάδιο II.

Επίσης, διαπιστώνουμε αν τα κύτταρα είναι θετικά σε υποδοχείς οιστρογόνων, υποδοχείς προγεστερόνης, αν υπάρχει υπερέκφραση ενός γονιδίου που φαίνεται από την θετικότητα στο HER2 που είναι μια πρωτεΐνη και ο δείκτης πολλαπλασιασμού, συνήθως το Ki67.
Ανάλογα με την έκφραση των προγνωστικών αυτών παραγόντων αναγνωρίζουμε τον βιολογικό υπότυπο του καρκίνου.

Οι καρκίνοι που είναι αρνητικοί στους ορμονικούς υποδοχείς δηλαδή οιστρογόνων και προγεστερόνης και αρνητικοί επίσης στο Her2, χαρακτηρίζονται τριπλά αρνητικοί. Συνήθως είναι χαμηλής διαφοροποίησης και έχουν υψηλό δείκτη πολλαπλασιασμού.

Στους τριπλά αρνητικούς καρκίνους όπως και στους Her2 θετικούς συστήνουμε χημειοθεραπεία. Αυτή σε πολύ μικρούς καρκίνους μπορεί να γίνει μετά το χειρουργείο, ενώ σε αυτούς που είναι πάνω από δυο εκατοστά ή έχουν θετικούς λεμφαδένες συστήνουμε να γίνει η χημειοθεραπεία πρώτα και να ακολουθήσει το χειρουργείο μετά το πέρας αυτής.

Αυτή η τακτική μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγξουμε την αποτελεσματικότητα της θεραπείας και πιθανά την αλλαγή της. Επίσης, όταν γίνει το χειρουργείο αναγνωρίζεται μια ομάδα ασθενών που έχουν υπολειμματικά καρκινικά κύτταρα στο μαστό ή τους λεμφαδένες μετά την προεγχειρητική χημειοθεραπεία. Στις ασθενείς αυτές συστήνουμε επιπλέον θεραπεία, μια τακτική που αυξάνει την επιβίωσή τους.

Ορμονοεξαρτώμενοι καρκίνοι

Η πλειονότητα των ασθενών έχει ορμονοεξαρτώμενους καρκίνους και Her2 αρνητικούς. Σε πρώιμους καρκίνους της κατηγορίας αυτής η χειρουργική θεραπεία προηγείται. Για την επιλογή της συστηματικής θεραπείας, δηλαδή χημειοθεραπείας ή ορμονοθεραπείας, μας βοηθούν τα χαρακτηριστικά του όγκου και οι γονιδιακές υπογραφές πχ Oncotype DX. Εκεί γίνεται ανάλυση επιπλέον γονιδίων στον όγκο και μας δίνουν αν η συγκεκριμένη ασθενής θα ωφεληθεί από τη χημειοθεραπεία ή όχι. Αρκετές ασθενείς, με τον τρόπο αυτό απέφυγαν τη χημειοθεραπεία στο βιολογικό αυτό υπότυπο ενώ κάποιες με σχετικά καλά ιστολογικά χαρακτηριστικά φαίνεται ότι τελικά έχουν υψηλό κίνδυνο και ωφελούνται από αυτή.

Συμπερασματικά

Η συμβολή της προεγχειρητικής διάγνωσης είναι πολύ σημαντική, καθώς μας βοηθά να επιλέξουμε την κατάλληλη θεραπεία ή τις θεραπείες που θα χρειαστεί να εφαρμόσουμε και τη σειρά την οποία θα ακολουθήσουμε.

Επιπλέον, γνωρίζοντας τα βιολογικά χαρακτηριστικά του όγκου μπορούμε να ενημερώσουμε με σαφήνεια και ακρίβεια την ασθενή για τη διαδικασία της θεραπείας, να λάβουμε από κοινού τις αποφάσεις μας, γεγονός που επιδρά στη ψυχολογική παραδοχή και αντιμετώπιση της νόσου.