Στο άκουσμα της λέξης «χημειοθεραπεία» οι περισσότεροι τρομοκρατούνται. Στο μυαλό των ανθρώπων που έχουν ζήσει στο περιβάλλον τους τη χημειοθεραπεία, αλλά ακόμα και αν δεν έχει συμβεί αυτό, πολύ συχνά ξυπνάει ο φόβος, επώδυνες και δύσκολες καταστάσεις, κόπωση και ανημποριά. Μια μάχη ενάντια στον καρκίνο, που νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να κερδίσουμε.
Δεν είναι όμως αυτή η πραγματικότητα. Η χημειοθεραπεία, στις κλασσικές οδούς χορήγησής της, ενδοφλέβια ή από το στόμα, σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από ορισμένες παρενέργειες, όπως απώλεια μαλλιών, εμετοί και διάρροιες, πόνοι στο κεφάλι, στους μύες και στις αρθρώσεις και γενικευμένη κακουχία. Παρά την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας στην ογκολογία, παρά τη χρήση και νέων στοχευμένων καινοτόμων θεραπειών και ανοσοθεραπειών, η χημειοθεραπεία εξακολουθεί να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ογκολογικής αντιμετώπισης, μετουσιώνεται όμως και εξελίσσεται πλέον, και μέσω της χειρουργικής ογκολογίας.
Η χειρουργική επιστήμη, με τις δραστικές και αποτελεσματικές θεραπείες που υπάρχουν σήμερα, βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο στην πρώιμη και περιορισμένη νόσο, αλλά υπό συνθήκες και για ορισμένους τύπους καρκίνου, και στην προχωρημένη και μεταστατική νόσο.
Η θεραπεία κατά του καρκίνου έχει εξελιχθεί σημαντικά, συμπεριλαμβάνοντας εκτεταμένες και εξειδικευμένες χειρουργικές επεμβάσεις σε συνδυασμό με την τοπική χορήγηση χημειοθεραπείας σε συγκεκριμένες περιοχές του σώματος. Αυτές είναι οι λεγόμενες «περιοχικές χημειοθεραπείες», που μεταξύ άλλων εφαρμόζονται στην περιοχή της κοιλιάς (για μεταστατικούς στην περιτοναϊκή κοιλότητα καρκίνους των ωοθηκών, του παχέος εντέρου, της σκωληκοειδούς απόφυσης, του στομάχου, του λεπτού εντέρου ή για άλλους τύπους καρκίνου όπως το μεσοθηλίωμα του περιτοναίου και το πρωτογενές περιτοναϊκό καρκίνωμα), και στα άκρα (άνω και κάτω) για συγκεκριμένους τύπους καρκίνου όπως είναι τα μελανώματα και τα σαρκώματα μαλακών μορίων των άκρων.
Η χορήγηση της περιοχικής χημειοθεραπείας προσφέρει τη δυνατότητα χορήγησης υψηλών δόσεων φαρμάκων, κάτι που οδηγεί σε υψηλή τοπική αποτελεσματικότητα με παράλληλη μείωση της επιβάρυνσης της συστηματικής κυκλοφορίας και, άρα με λιγότερες παρενέργειες.
Η εφαρμογή των περιοχικών χημειοθεραπειών αποτελεί σημαντική προσθήκη στο οπλοστάσιο της Χειρουργικής Ογκολογίας, με στόχο τον απόλυτο έλεγχο της νόσου στα σημεία του σώματος που εφαρμόζεται, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, και συνοδεύεται από λιγότερες παρενέργειες και αύξηση της συνολικής τους επιβίωσης.
Η πρώτη, χρονολογικά, μέθοδος περιοχικής χημειοθεραπείας που αναπτύχθηκε και αφορά σε καρκίνους στην περιοχή της κοιλιάς, γίνεται με την χρήση της ενδοκοιλιακής (ενδοπεριτοναϊκής) χημειοθεραπείας, μετά από την εφαρμογή θερμότητας (41- 43°C) για βελτίωση της ικανότητας διείσδυσης στους ιστούς. Καθιερώθηκε με την ονομασία HIPEC (Hyperthermic IntraPEritoneal Chemotherapy) και εδραιώθηκε σε συνδυασμό με τα λεγόμενα χειρουργεία κυτταρομείωσης (CRS – CytoReduction Surgery), στα οποία γίνεται ευρεία εκτομή όλων των ενδοκοιλιακά εντοπιζόμενων περιοχών καρκίνου.
Η CRS-HIPEC ενδείκνυται σε μια ποικιλία καρκίνων που εμφανίζονται στην κοιλιά και έχουν προχωρήσει και καταλάβει με μεταστάσεις το εσωτερικό τμήμα της που ονομάζεται περιτόναιο. Στους πρωτοπαθείς καρκίνους περιλαμβάνονται το μεσοθηλίωμα και το πρωτογενές περιτοναϊκό καρκίνωμα και στους μεταστατικούς καρκίνους περιλαμβάνονται μεταστατικοί καρκίνοι του παχέος εντέρου, της σκωληκοειδούς απόφυσης, των ωοθηκών, του στομάχου και του λεπτού εντέρου.
Η εφαρμογή της περιοχικής ενδοκοιλιακής χημειοθεραπείας κατά την τελευταία δεκαετία επεκτάθηκε και με τη χορήγησή της, υπό μορφή αερολύματος (aerosol), κάτω από συνθήκες υψηλής πίεσης. Η τεχνική αυτή ονομάζεται PIPAC (Pressurized IntraPeritoneal Aerosolized Chemotherapy) και πρόκειται για ένα καινοτόμο σύστημα χορήγησης των φαρμάκων της χημειοθεραπείας, που συνδυάζει το πλεονέκτημα της μεγάλης τοπικής αποτελεσματικότητας, με τη μείωση των συστηματικών επιπλοκών. Ενδείκνυται για συμπτωματική χρήση στους πλέον προχωρημένους καρκίνους της περιτοναϊκής κοιλότητας, οι οποίοι εκτιμώνται ως ανεγχείρητοι και παράλληλα δεν ανταποκρίνονται στις συστηματικές χημειοθεραπείες. Αφορά σε μεταστατικούς καρκίνους του παχέος εντέρου, της σκωληκοειδούς απόφυσης, των ωοθηκών, του στομάχου, του λεπτού εντέρου, αλλά και του παγκρέατος, του ήπατος και των χοληφόρων.
Η μέθοδος αυτή έχει πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση υποτροπιάζοντος ασκίτη και προσφέρει στους ασθενείς τον καλύτερο δυνατό έλεγχο των συμπτωμάτων από την κοιλιά, βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα ζωής τους. Η εφαρμογή της τεχνικής PIPAC δεν περιέχει περίπλοκους χειρουργικούς χειρισμούς, πέραν της απλής λαπαροσκόπησης, της λήψης βιοψιών, όπου χρειάζεται από το περιτόναιο, και της χορήγησης της χημειοθεραπείας. Ως εκ τούτου οι επιπλοκές είναι σπάνιες και ηπιότατες, ενώ η αποτελεσματικότητα στον έλεγχο των συμπτωμάτων των ασθενών υψηλότατη.
Στηριζόμενη σε παρόμοιες ογκολογικές αρχές είναι και η θεραπευτική μέθοδος που ονομάζεται απομονωμένη υπερθερμική διάχυση άκρων (HILP – Hyperthermic Isolated Limb Perfusion). Η χρήση της ενδείκνυται σε περιπτώσεις μελανώματος και σαρκώματος, όταν η νόσος είναι ανεγχείρητη ή υποτροπιάζουσα, και εντοπίζεται αποκλειστικά στα άνω ή κάτω άκρα. Γίνεται απομόνωση της κυκλοφορίας του άκρου και μέσω σύνδεσης στα αιμοφόρα αγγεία χορηγείται σε υψηλές δόσεις, στα πλαίσια κλειστού κυκλώματος, η θεραπεία. Το χημειοθεραπευτικό φάρμακο που κυρίως χρησιμοποιείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η μελφαλάνη.
Όλες οι προαναφερθείσες μέθοδοι επιτελούνται κάτω από γενική αναισθησία. Για την εφαρμογή της κάθε μεθόδου υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια, ενδείξεις και αντενδείξεις. Η ογκολογική αξία των θεραπειών αυτών τις καθιστά αναπόσπαστα συστατικά της σύγχρονης μάχης ενάντια στον καρκίνο, όταν αυτές επιτελούνται από έμπειρο και άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό.