Το 80% των ζευγαριών που επιθυμούν κύηση, θα το πετύχουν στον πρώτο χρόνο της προσπάθειάς τους αν δεν χρησιμοποιούν αντισύλληψη, έχουν τακτικές, ελεύθερες σεξουαλικές επαφές (2-3 φορές εβδομαδιαίως) και η ηλικία της γυναίκας είναι μικρότερη από 40 ετών. Αν δεν έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα μετά από ένα χρόνο τακτικών και ελεύθερων σεξουαλικών επαφών, το ζευγάρι θα ζητήσει την βοήθεια του ειδικού.
Κατά τη διερεύνηση της υπογονιμότητας, τα ωοθηκικά αποθέματα και η ηλικίας της γυναίκας είναι τα βασικά ερωτήματα που οι απαντήσεις τους θα κατευθύνουν τη θεραπευτική προσέγγιση και θα προσδιορίσουν την πιθανότητα επιτυχίας κύησης.
Τα ωοθηκικά αποθέματα προσδιορίζουν την ικανότητα των ωοθηκών να παράγουν ωάρια μετά από θεραπεία με φάρμακα γονιμότητας. Η αξιολόγησή τους γίνεται με ορμονικές εξετάσεις και κολπικό υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων.
Τρεις είναι οι πιο βασικές εξετάσεις για την πρόγνωση των ωοθηκικών αποθεμάτων
1) Ο αριθμός άτρητων ωοθυλακίων. Είναι ο αριθμός των ωοθυλακίων που έχουν μέγεθος μικρότερο των 11mm και η μέτρησή τους γίνεται με υπερηχογράφημα την 3η ημέρα του κύκλου. Ο αναμενόμενος αριθμός είναι από 4 έως 16 άτρητα ωοθυλάκια. Αν υπάρχουν λιγότερα από 4 μικρά ωοθυλάκια, μετά τη θεραπεία θα αναρροφηθούν λίγα ωάρια.
2) ΑΜΗ (αντιμιλλέριος ορμόνη). Η μέτρησή της γίνεται οποιαδήποτε ημέρα του κύκλου με φυσιολογικά όρια από 5,4 pmol/l έως 25,0 pmol/l. Αν η τιμή της είναι μικρότερη από 5,4 pmol/l θα υπάρξει χαμηλή απόκριση στη θεραπεία με ωρίμανση μικρού αριθμού ωαρίων.
3) FSH (θυλακιοτρόπος ορμόνη). Η ορμονική εξέταση γίνεται την 3η ημέρα του κύκλου με φυσιολογικά όρια 4 IU/l έως 8,9 IU/l. Αν η τιμή της είναι μεγαλύτερη από 8,9 IU/l οι ωοθήκες αποδίδουν μικρό αριθμό ωαρίων.
Η υπερηχογραφική μέτρηση του όγκου των ωοθηκών, η αιμάτωση της ωοθήκης, η Inhibin Β και η οιστραδιόλη δεν προβλέπουν από μόνες τους τα ωοθηκικά αποθέματα, αλλά σε συνδυασμό με τις παραπάνω εξετάσεις.
Το αποθεματικό των ωοθηκών, καθώς προσδιορίζει τις δυνατότητες που έχουν οι ωοθήκες να ωριμάσουν ωάρια, μετά από θεραπευτική αγωγή, χρησιμεύει στην επιλογή της κατάλληλης μεθόδου θεραπείας της συγκεκριμένης γυναίκας. Δεν προβλέπει την πιθανότητα κύησης.
Η πιθανότητα κύησης καθορίζεται από την ηλικία της γυναίκας. Είναι αρχικός προγνωστικός δείκτης και προβλέπει τη συνολική πιθανότητα να πετύχει εγκυμοσύνη μια γυναίκα με οποιαδήποτε τρόπο επιχειρήσει να μείνει έγκυος. Η ηλικία, δηλαδή, καθορίζει την πιθανότητα κύησης όχι μόνο με μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (εξωσωματική γονιμοποίηση και ενδομητρική σπερματέγχυση) αλλά και με φυσική σύλληψη.
Καθώς αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, μειώνεται η πιθανότητα εγκυμοσύνης. Η γονιμότητα φθίνει με εντονότερο ρυθμό μετά την ηλικία των 35 ετών. Για τον λόγο αυτό προτείνεται στα ζευγάρια που η ηλικία της γυναίκας είναι άνω των 35 να ζητούν τη βοήθεια του ειδικού μετά από 6 μήνες αποτυχίας της προσπάθειας για φυσική σύλληψη, δηλαδή νωρίτερα από τον ένα χρόνο άκαρπων προσπαθειών που συστήνεται σε νεότερες γυναίκες.