Όσοι έχουν νιώσει ίλιγγο ή vertigo, δύσκολα το ξεχνάνε. Αυτή η αίσθηση ότι όλα γύρω γυρίζουν, τρομοκρατεί τον πάσχοντα, που εκείνη τη στιγμή αδυνατεί να καταλάβει τι του συμβαίνει και γιατί. Ο ίλιγγος, ωστόσο, δεν είναι ένα παιχνίδι του μυαλού. Ούτε είναι πάθηση.
Πρόκειται για σύμπτωμα και επιβάλλει τη διαγνωστική αξιολόγηση από αρκετές ειδικότητες, με πιο συχνές εκείνες του παθολόγου, του ωτορινολαρυγγολόγου, του νευρολόγου, του οφθαλμίατρου και του καρδιολόγου.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαταραχή της ισορροπίας, η οποία σχετίζεται με την ικανότητα του εγκεφάλου μας να αντιλαμβάνεται τη θέση μας στο περιβάλλον. Συνοδεύεται από την αίσθηση ότι περιστρεφόμαστε ή ότι όλα γυρίζουν γύρω από εμάς.
Οι περισσότεροι μπερδεύουν τον ίλιγγο με την απλή ζάλη, την αστάθεια, τη «θολούρα», την τάση για λιποθυμία ή το «βαρύ» κεφάλι (αυτό που νιώθει κανείς μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ). Ίλιγγος μπορεί να εμφανιστεί είτε από προβλήματα του λαβυρίνθου (το όργανο της ισορροπίας) -κάτι που συμβαίνει στο 90% των περιπτώσεων- είτε από νευρολογικά προβλήματα, που είναι πολύ πιο σπάνια (10%).
Τα μηνύματα, που λαμβάνει ο εγκέφαλός μας από τα διάφορα όργανα (λαβύρινθο, μάτια, αρθρώσεις κτλ), όσον αφορά στη θέση μας στον χώρο, μπορεί να είναι αντικρουόμενα, εάν κάποιο σύστημα ή όργανό μας υφίσταται μια διαταραχή. Τότε μπορεί να νιώσουμε ίλιγγο. Όμως παρόλο που ο ίλιγγος έχει «εκρηκτικό» χαρακτήρα και συμπτώματα που τρομάζουν, σπάνια σχετίζεται με κάτι σοβαρό για την υγεία. Με άλλα λόγια ένας ίλιγγος είναι πάντοτε επείγον ζήτημα, αλλά ευτυχώς σπάνια είναι σοβαρό.
Ο ρόλος του ειδικού ιατρού
Είναι σημαντικό ο πάσχων να απευθυνθεί στην κατάλληλη ιατρική ειδικότητα, που είναι η ωτορινολαρυγγολογία.
Ο ειδικός ιατρός θα λάβει λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και θα υποβάλει τον πάσχοντα σε νευροωτολογικό – ακοολογικό έλεγχο [ακοόγραμμα, τυμπανόγραμμα, ωτοακουστικές εκπομπές, ακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικού στελέχους, πρόκληση ιλίγγου θέσεως (δοκιμασία Dix Hallpike), ηλεκτρονυσταγμογραφία].
Συχνά μπορεί να χρειαστεί να γίνει και αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Γενικότερα, το ποιες από τις παραπάνω εξετάσεις είναι απαραίτητες, προκειμένου να αποκλεισθούν παθήσεις με παρόμοια κλινική εικόνα και να καταλήξει ο ιατρός στην αιτία του ιλίγγου, εξατομικεύεται ανά ασθενή.
Δεσμώτες του ιλίγγου
Ας δούμε ποιες είναι οι πιο συχνές αιτίες του ιλίγγου:
- Αιθουσαία νευρωνίτιδα: Χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη με έντονο ίλιγγο και εμέτους, που επιδεινώνονται με οποιοσδήποτε κίνηση του κεφαλιού. Διαρκεί από λίγες μέρες έως τρεις εβδομάδες.
- Καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος θέσεως: Χαρακτηριστικό της πάθησης είναι η πρόκληση των συμπτωμάτων του ιλίγγου, όταν ο ασθενής ξαπλώσει ύπτια, με το κεφάλι του στραμμένο προς τα πλάγια, από την πλευρά του πάσχοντος λαβυρίνθου.
- Νόσος του Meniere: Η νόσος χαρακτηρίζεται από σημαντικές ακουστικές διαταραχές, που διαρκούν από 30 λεπτά έως 24 ώρες. Εκτός από τον ίλιγγο, ο ασθενής παρουσιάζει βαρηκοΐα, εμβοές και αίσθημα πληρότητας ώτων. Η βαρηκοΐα δεν είναι μόνιμη, αλλά βελτιώνεται μετά την πάροδο μιας υποτροπής.
- Ακουστικό νευρίνωμα: Είναι ένας καλοήθης όγκος, που αυξάνεται με βραδύ ρυθμό, προκαλώντας μονόπλευρη βαρηκοΐα, εμβοές και ίλιγγο. Ο ίλιγγος είναι παροδικός και διαρκεί από 30 λεπτά έως μερικές εβδομάδες. Η βαρηκοΐα, όμως, είναι μόνιμη και προοδευτικά επιδεινώνεται.
- Διάσειση του λαβυρίνθου: Οφείλεται σε τραυματισμούς και σε κακώσεις του κεφαλιού. Εκτός από τον ίλιγγο, ο τραυματίας πιθανόν να παρουσιάζει βαρηκοΐα και εμβοές.
- Ίλιγγος σχετιζόμενος με ημικρανία: Στο πλαίσιο ενός επεισοδίου ημικρανίας, μπορεί ο ασθενής να εμφανίσει και ίλιγγο, βαρηκοΐα και εμβοές. Χαρακτηριστικά της ημικρανίας είναι η ευαισθησία του πάσχοντος στους ήχους και στο φως.
Πώς αντιμετωπίζεται
Δεδομένου ότι οι αιτίες του ιλίγγου είναι πολλές και διαφορετικές, η αντιμετώπιση είναι ανάλογη της εκάστοτε αιτίας.
Η θεραπεία στις περιπτώσεις ιλίγγου λαβυρινθικής αιτιολογίας μπορεί να περιλαμβάνει είτε φάρμακα, είτε ασκήσεις αιθουσαίας αντιρρόπησης, όπως λέγεται, είτε σε κάποιες περιπτώσεις και χειρουργική επέμβαση.
Η φαρμακευτική αγωγή ουσιαστικά προσφέρει ανακούφιση από συμπτώματα όπως η ναυτία και η έντονη ζαλάδα, που σχετίζονται με τον ίλιγγο. Αν, όμως, από τον διαγνωστικό έλεγχο διαπιστωθεί λοίμωξη στα αυτιά ή στις παραρρίνιες κοιλότητες, τότε επιβάλλεται και η χρήση αντιβιοτικών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στον καλοήθη παροξυσμικό ίλιγγο θέσης, η θεραπεία επιτυγχάνεται με ειδικές ασκήσεις, που ονομάζονται χειρισμοί Epley. Πρόκειται για κινήσεις της κεφαλής, που γίνονται υπό την καθοδήγηση του ωτορινολαρυγγολόγου στον χώρο του ιατρείου και ανακουφίζουν άμεσα τον ασθενή.
Πώς εμφανίζεται στα παιδιά
Ίλιγγο, όμως, παθαίνουν ενίοτε και τα παιδιά. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα βασικά συμπτώματα είναι η αστάθεια, δηλαδή η τάση του παιδιού να πέσει προς τη μια πλευρά, όταν στέκεται ή όταν βαδίζει, που γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν κινείται πάνω σε κρεβάτι ή σε μαξιλάρια. Πολύ συχνό σύμπτωμα είναι επίσης ο εμετός ή η ναυτία και ο πόνος στην κοιλιά. Επιπλέον μπορεί να συνοδεύεται και από διαταραχές στην όραση.
Η πιο συχνή αιτία του παιδιατρικού ιλίγγου είναι η ημικρανία, που είναι πολύ συχνό πρόβλημα της παιδικής ηλικίας και συχνά συνοδεύεται από ίλιγγο. Η δεύτερη κατά σειρά συχνότητας αιτία είναι ο ιδιοπαθής καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος θέσεως της παιδικής ηλικίας. Πρόκειται για μια άγνωστης αιτιολογίας πάθηση, που χαρακτηρίζεται από ίλιγγο μικρής διάρκειας ≤10 λεπτών, ο οποίος μετά την κρίση υποχωρεί εντελώς. Οι κρίσεις ιλίγγου συνήθως έρχονται με μια απρόβλεπτη συχνότητα και περνούν από μόνες τους μετά από 6-12 μήνες.
Τα οφθαλμολογικά προβλήματα είναι υπεύθυνα για το 15-20% των επεισοδίων παιδιατρικού ιλίγγου. Τα πιο συχνά είναι η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός και μπορούν να οδηγήσουν σε κρίση ιλίγγου, ναυτία και εμετό. Χαρακτηριστικά παρατηρούνται κατά το τέλος της ημέρας μετά από ανάγνωση, παρακολούθηση τηλεόρασης ή χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πιο συχνά τη μορφή αυτή ιλίγγου τη βρίσκουμε σε παιδιά ηλικίας 4-5 ετών, που κάθονται πολλές ώρες μπροστά σε οθόνη.
Μια γενική κλινική εξέταση από τον παιδίατρο μπορεί να οδηγήσει στη διάγνωση. Όμως και εδώ η συμβολή του έμπειρου ωτορινολαρυγγολόγου είναι καθοριστική. Απαραίτητη είναι η νευρολογική και η οφθαλμολογική εξέταση. Η θεραπεία και εδώ ορίζεται ανάλογα με την αιτία, που προκάλεσε το σύμπτωμα.