Ο μήνας που διανύουμε αποτελεί ορόσημο για την επιστήμη της Γενετικής καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννηση του Γκρέγκορ Γιόχαν Μέντελ (20 Ιουλίου 1822), του «πατέρα» της σύγχρονης Γενετικής. Οι νόμοι του Μέντελ πάνω στην κληρονομικότητα αποτελούν αδιαμφισβήτητα τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι μελλοντικοί ερευνητές για να διαμορφωθεί τελικά το σημερινό πλαίσιο της γενετικής και της γονιδιακής-γονιδιωματικής έρευνας. Ωστόσο, το έργο του Μέντελ, πέρα από επιστημονική κληρονομιά, αποτελεί ένα διαχρονικό παράδειγμα κατάχρησης της επιστημονικής γνώσης για την εξυπηρέτηση «αλλότριων» -πολιτικών κυρίως- σκοπών.
Ο Μέντελ αναφέρεται συχνά ως το πρότυπο του αμφιλεγόμενου νεωτεριστή επιστήμονα, καθώς οι ιδέες του δεν έγιναν ευρέως αποδεκτές ως την απαρχή του 20ου αιώνα, 30 περίπου χρόνια μετά τη δημοσίευση της ερευνητικής δουλειάς του πάνω στα μπιζέλια. Η επάνοδος στο προσκήνιο της Μεντελιανής κληρονομικότητας στις αρχές του 1900 συνέπεσε με την άνοδο του κινήματος της Ευγονικής, το οποίο «χρησιμοποίησε» τη Μεντελιανή θεωρία γενετικής, ως επιστημονικό θεμέλιο για την εσφαλμένη εφαρμογή του κυρίαρχου έναντι του υπολειπόμενου τρόπου κληρονομικότητας, προκειμένου να ερμηνεύσει τα περίπλοκα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά και τις ανθρώπινες συμπεριφορές και ικανότητες.
Η Eυγονική αποτέλεσε ένα σύνολο πεποιθήσεων και πρακτικών με στόχο τη «βελτίωση» της γενετικής ποιότητας του πληθυσμού. Οι πρακτικές αυτές ασκήθηκαν εις βάρος πληθυσμιακών ομάδων που θεωρούνταν κατώτερες, όπως για παράδειγμα οι Εβραίοι και οι ομοφυλόφιλοι στη Ναζιστική Γερμανία, για την προάσπιση των συμφερόντων της θεωρίας της Αρίας φυλής. Η σύγχρονη ιστορία της Ευγονικής ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα από το Ηνωμένο Βασίλειο, βασιζόμενη στην ψευδοεπιστήμη του «Επιστημονικού ρατσισμού». Η Ευγονική τροφοδότησε κοινωνικές και πολιτικές ατζέντες, συμπεριλαμβανομένων νόμων περί στείρωσης και μετανάστευσης. Στα πλαίσια της οργάνωσης του προγράμματος Ευγονικής τους, οι Ναζί είχαν εμπνευστεί από τα προγράμματα υποχρεωτικής στείρωσης των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ), ιδίως όσον αφορά τους νόμους Ευγονικής που είχαν θεσπιστεί στην Καλιφόρνια. Σύμφωνα με το νόμο για την «Πρόληψη απογόνων των ασθενών με κληρονομικές ασθένειες», που εφαρμόστηκε στις 14 Ιουλίου του 1933, οι γιατροί υποχρεούνταν να καταγράφουν κάθε περίπτωση κληρονομικής ασθένειας που περιέπιπτε στην αντίληψή τους, ενώ απειλούνταν με πρόστιμο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους.
Παρά τους αγώνες για ισότητα και εξάλειψη του κοινωνικών διαχωρισμών και προκαταλήψεων στις δεκαετίες που ακολούθησαν (κυρίως προς τα τέλη του 20ου αλλά και στον 21ο αιώνα), οι μύθοι της Ευγονικής και ο «Επιστημονικός ρατσισμός» συνεχίζουν να έχουν εκφραστές ακόμη και στις ημέρες μας. Το Μάιο του 2022, ένας «Λευκός» δολοφόνησε 10 ανθρώπους στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης σε ένα εκ προμελέτης έγκλημα μίσους, που στόχευε μια γειτονιά «Μαύρων». Ανάλογες αποτρόπαιες δολοφονίες και τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν λάβει χώρα την τελευταία δεκαετία τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Το μανιφέστο των δραστών, παραποιώντας κατάφωρα διάφορα επιστημονικά άρθρα, τα «χρησιμοποιεί» ως αποδεικτικά στοιχεία για τη «Λευκή» γενετική υπεροχή έναντι της «Μαύρης» φυλής ή των Εβραίων.
Αλλά και η προσφάτως ενσκήψασα πανδημία COVID-19 έδειξε ξεκάθαρα στον επιστημονικό κόσμο, πόση «ζημιά» μπορεί να προκαλέσει η παραπληροφόρηση και η παραποίηση των επιστημονικών δεδομένων. Έτσι, οι σημερινοί επιστήμονες και ερευνητές, έχοντας υπόψη τα διδάγματα του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος, πρέπει να έχουν ιδιαίτερα κατά νου ότι τα ευρήματά τους μπορεί να διαστρεβλωθούν για την εξυπηρέτηση διαφόρων «περίεργων» ή κακόβουλων στόχων. Η Επιστήμη, και ιδίως η μελέτη της γενετικής του ανθρώπου, δεν μπορεί να είναι «σύμμαχος» φασιστικών και ρατσιστικών απόψεων. Η «Φυλή» είναι ένα κοινωνικό και όχι ένα γενετικό κατασκεύασμα. Η ιδιοποίηση και η παραμόρφωση των εννοιών της Γενετικής επομένως, για την προώθηση ρατσιστικών ιδεολογιών, πρέπει να βρίσκει σθεναρή «αντίσταση» από τον επιστημονικό κόσμο.
Οι ερευνητές επωμίζονται την ευθύνη να αναλογίζονται όλες τις πιθανές ηθικές προεκτάσεις και κοινωνικές συνέπειες των ευρημάτων τους και να δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο τα παρουσιάζουν στην επιστημονική κοινότητα, αλλά κυρίως στο ευρύ κοινό. Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού εξάλλου, δραστηριοποιούνται και οι διάφορες επιτροπές Βιοηθικής οι οποίες εξετάζουν και παρακολουθούν τη βιοϊατρική έρευνα. Ποιος, ωστόσο, είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια όλες τις πιθανές μελλοντικές χρήσεις (καλές ή κακές) της έρευνάς και να εκτιμήσει το πιθανό όφελος έναντι πιθανής βλάβης; Θα μπορούσε άραγε ο Μέντελ να είχε προβλέψει πως οι θεωρίες του θα τροφοδοτούσαν ρατσιστικές ιδεολογίες; Και εάν ναι, θα έπρεπε να μην είχε δημοσιεύσει το έργο του;
Παρά τις όποιες δυσκολίες, διαρκής εγρήγορση και συντονισμένες προσπάθειες απαιτούνται από την επιστημονική κοινότητα, σε συνεργασία με ειδικούς βιοηθικής, για την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση των ηθικών, νομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της σωρείας των επιστημονικών άρθρων που δημοσιεύονται. Οι συντάκτες έκδοσης των επιστημονικών περιοδικών έχουν σαφώς βασικό ρόλο στο θέμα αυτό.
Ιδιαίτερα στην επιστήμη της Γενετικής, δεδομένου του ιστορικού κακής χρήσης της έρευνας στο τομέα αυτό τους τελευταίους δύο αιώνες, οι γενετιστές οφείλουν να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν «Γενετικό αλφαβητισμό» στην κοινωνία, αντιμετωπίζοντας εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με τη φυλή, την εθνότητα και την καταγωγή, και διασφαλίζοντας, κατά το δυνατόν, την υπεύθυνη χρήση των γενετικών και των γονιδιωματικών πληροφοριών τόσο σήμερα, όσο και στο μέλλον.