Περίπου 80% των γυναικών παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα στενοχώριας, άγχους, κοπώσεως, αϋπνίας μετά τον τοκετό που συνήθως είναι γνωστά και ως θλίψη της μητρότητας «baby blues». Τα συμπτώματα αυτά περνούν μέσα σε μια ή δυο εβδομάδες και σχετίζονται με τις ορμονικές αλλαγές μετά τον τοκετό.
Ωστόσο, 1 στις δέκα γυναίκες θα παρουσιάσει επιλόχεια κατάθλιψη στο πρώτο εξάμηνο μετά τον τοκετό. Η επιλόχεια κατάθλιψη δεν είναι αδυναμία χαρακτήρος αλλά επιπλοκή της κυήσεως και του τοκετού.
Αντί για το συναίσθημα χαράς με την έλευση του νεογνού η λεχωίδα μπορεί να παρουσιάζει συμπτώματα όπως στενοχώρια με πολλά κλάματα, άγχος, έντονη ευερεθιστότητα, διαταραχή της συγκέντρωσης, κόπωση, αϋπνία ή διαταραγμένο ύπνο, αίσθημα ενοχής ή ανικανότητας ως προς τον μητρικό ρόλο. Αυτά συμβάλλουν στην αίσθηση απελπισίας που συνοδεύεται σπανιότερα με αυτοκτονικό ιδεασμό ή ψυχωσικές εκδηλώσεις.
Η διάγνωση της διαταραχής προκύπτει από την συνέντευξη με την ασθενή (δεν απαιτούνται συνήθως ειδικές εξετάσεις).
Σε ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών η επιλόχεια κατάθλιψη δεν διαγιγνώσκεται. Ωστόσο η αντιμετώπισή της συνιστά μεγάλη πρόκληση διότι αφορά όχι μόνον στην υγεία της μητέρας αλλά και την σωματική και ψυχική αρτιότητα των παιδιών.
Οι περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με υποστηρικτικά μετρά και ψυχοθεραπεία, ενώ η χρήση αντικαταθλιπτικών επιβάλλεται όταν η διαταραχή κρίνεται πιο σοβαρή.
Αν και τα ευρείας χρήσης μοντέρνα αντικαταθλιπτικά (ανταγωνιστές σεροτονίνης) έχουν χρησιμοποιηθεί σε εκατομμύρια γυναίκες με επιτυχία, η επιλογή του κατάλληλου αντικαταθλιπτικού επαφίεται στην κρίση του ψυχιάτρου σε συνεργασία με την επαρκώς ενημερωμένη μητέρα. Η χρήση αυτής της κατηγορίας φαρμάκων στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό θεωρείται ασφαλής τόσο για την γυναίκα όσο και για το νεογνό. Σε αυτή την περίπτωση η ψυχιατρική εξέταση οφείλει να συνεκτιμά τις δικαιολογημένες ανησυχίες σχετικά με την παρουσία ψυχοτρόπων στο μητρικό γάλα.
Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι κάθε εγκυμοσύνη αφ’ εαυτή έχει ένα 3-5% ρίσκο για συγγενείς ανωμαλίες. Επιπλέον, οι φόβοι για αυτισμό ή σύνδρομο διαταραχής προσοχής και υπερκινητικότητας σε παιδιά που εξετέθησαν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας τους σε σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά δεν έχουν επιβεβαιωθεί.
Τις τελευταίες δεκαετίες δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη της επιλόχειας κατάθλιψης σε γυναίκες υψηλού ρίσκου (ιστορικό ψυχικής διαταραχής, συζυγική δυσαρμονία, κακοποίηση, οικονομική εξαθλίωση, χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών). Ωστόσο σήμερα είναι ακριβέστερο να μιλάμε για περιγεννητικές συναισθηματικές διαταραχές που εκδηλώνονται εβδομάδες ή μήνες πριν τον τοκετό.
Καταλήγοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι η εγκυμοσύνη δεν προστατεύει από την εμφάνιση ψυχικής διαταραχής. Απεναντίας η περίοδος πριν και συνηθέστερα μετά τον τοκετό καθιστά την γυναίκα πολύ ευάλωτη ιδιαίτερα αν υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες. Ως εκ τούτου, η έγκαιρη ανίχνευση και ορθή αντιμετώπιση της επιλόχειας κατάθλιψης βοηθά στη ελάττωση του ψυχικού φορτίου της νόσου, συμβάλλει στον κοινωνικό αποστιγματισμό και συντελεί στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού και της οικογένειας.